https://www.facebook.com/simea2016/posts/1347623625579541
Δεκεμβριανά / Ο Δεκέμβρης ήταν η αρχή
Ο Δεκέμβρης τελείωσε με τη Συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ
Ο Δεκέμβρης του 1944 είναι ένα τεράστιας σημασίας ιστορικό γεγονός, που σηματοδοτεί το πέρασμα από την Κατοχή στην εμφύλια σύγκρουση. Η απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς βρήκε το ΕΑΜ καταξιωμένο από τον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης, με τεράστια απήχηση στον ελληνικό λαό. Ο φόβος της ανάδειξής του σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη είναι μεγάλος. Προκειμένου να αποτραπεί μια τέτοια εξέλιξη, οι εκπρόσωποι του ΕΑΜ εξωθήθηκαν σε παραίτηση από την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και στη συνέχεια, μετά τις προβοκατόρικες δολοφονικές επιθέσεις εναντίον των ΕΑΜικών διαδηλώσεων, οργανώθηκε η στρατιωτική επέμβαση των Άγγλων στην Αθήνα.
Ένα από τα πράγματα που ελάχιστα συζητούνται είναι ότι τα βρετανικά στρατεύματα χρησιμοποίησαν κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης αυτής μεθόδους τις οποίες ακόμα και οι Γερμανοί δίστασαν να χρησιμοποιήσουν. Η πιο βάναυση από αυτές ήταν ο μαζικός βομβαρδισμός των λαϊκών συνοικιών, με εξαιρετικά σοβαρές απώλειες σε αμάχους, προκειμένου οι στρατιωτικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ να εξωθηθούν σε συνθηκολόγηση. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι στο πλευρό των Άγγλων και των Ελλήνων πραιτωριανών που ήρθαν από τη Μέση Ανατολή πολέμησαν και συνεργάτες των Γερμανών, τσολιάδες και ταγματασφαλίτες, αφού προηγουμένως ντύθηκαν με τις στολές του ελληνικού στρατού.
Ο Δεκέμβρης τελείωσε με τη Συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ. Αμέσως μετά, οι νικητές της σύγκρουσης, αντί να αφήσουν χώρο στην αποκατάσταση της δημοκρατίας και την ανεμπόδιστη έκφραση της λαϊκής θέλησης, ξεκινούν μια άνευ προηγουμένου τρομοκρατία με στόχο τη διάλυση της ΕΑΜικής βάσης, ειδικά στην ύπαιθρο. Χιλιάδες αγωνιστές δολοφονούνται, ενώ άλλοι τόσοι κλείνονται μαζικά στις φυλακές ή οδηγούνται στα εκτελεστικά αποσπάσματα.
Οι αφόρητες συνθήκες τρομοκρατίας εξωθούν τελικά το ΚΚΕ στην κήρυξη του Εμφυλίου, που θα διαρκέσει δύο χρόνια. Θεσμικά όμως ο Εμφύλιος θα κρατήσει πολύ περισσότερο. Σε όλη τη δεκαετία του ’50 θα λειτουργούν στην Ελλάδα στρατοδικεία, φυλακές με 2.000 πολιτικούς κρατούμενους και ένα στρατόπεδο εξόριστων. Οι τελευταίοι πολιτικοί κρατούμενοι θα απελευθερωθούν το 1966 για να συλληφθούν ξανά αμέσως μετά τη δικτατορία. Το τέλος του Εμφυλίου έρχεται τελικά το 1974, με την κατάργηση του Αναγκαστικού Νόμου 509/47 και το 1984 με την επίσημη αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης από το ελληνικό κράτος.
Η σύγκρουση του Δεκέμβρη ήταν η αρχή για όλα αυτά. Η Αριστερά δεν έπαψε ποτέ να στοχάζεται πάνω στα δραματικά εκείνα ιστορικά γεγονότα και να προβληματίζεται για το αν η εκδήλωσή τους και οι μετέπειτα εξελίξεις ήταν πράγματα που μπορούσαν να αποτραπούν. Τιμώντας την επέτειο του Δεκέμβρη, η ΑΥΓΗ φιλοξενεί σήμερα τα κείμενα δύο καταξιωμένων ιστορικών, του Πολυμέρη Βόγλη και της Βασιλικής Λάζου.
Αν ήταν τόσο εύκολο...
Της Βασιλικής Λάζου
Εβδομήντα έξι χρόνια από την κορύφωση της δεκεμβριανής σύγκρουσης επανέρχεται με τρόπο επίμονο -αλλά καθόλου τεκμηριωμένο- η πεποίθηση ότι ένας από τους κύριους λόγους που χάθηκε η μάχη της Αθήνας ήταν επειδή ο ΕΛΑΣ δεν έριξε στην πρωτεύουσα όλες τις δυνάμεις του, αλλά μόνο με το 1/5 της παρατακτής του δύναμης. Η όψιμα βολονταριστική αυτή άποψη δεν παραγνωρίζει μόνο τους διεθνείς πολιτικούς συσχετισμούς και την ιστορική συγκυρία -βρισκόμαστε πέντε μήνες πριν την άνευ όρων συνθηκολόγηση της ναζιστικής Γερμανίας- αλλά και την εγχώρια στρατιωτική διάσταση, καθώς και το πολιτικό ζητούμενο από την πλευρά του ΕΑΜ. Μπορεί ο ετερογενής κόσμος του ΕΑΜ να αρνιόταν να υποταχτεί στα κελεύσματα του Παπανδρέου και του Σκόμπι για αφοπλισμό των στρατιωτικών μονάδων -τελευταία εγγύηση ενάντια στην αμνήστευση των δωσίλογων και την παλινόρθωση του Γεωργίου Β΄-, η πραγματικότητα όμως πόρρω απείχε από τις θελήσεις και διαθέσεις του.
Η μάχη της Αθήνας έγινε μέσα στην πόλη «από τετράγωνο σε τετράγωνο, από δωμάτιο σε δωμάτιο... και ο μαχητής του βουνού, ο αντάρτης, προτιμούσε τη μάχη της υπαίθρου» γράφει στην έκθεσή του για τα Δεκεμβριανά ο Γιώργης Σιάντος, αποδίδοντας (απολογητικά ίσως) στο μειονέκτημα αυτό του ΕΛΑΣ την ήττα. Πράγματι, ο ΕΛΑΣ, παρά τις διαρκείς αψιμαχίες με χίτες και ταγματασφαλίτες μέσα στην κατοχική Αθήνα και τις τακτικές συγκρούσεις με τους κατακτητές στην ύπαιθρο, την άνοιξη και το καλοκαίρι 1944 δεν είχε ποτέ αντιμετωπίσει παρόμοιες στρατηγικές και τακτικές συνθήκες σαν αυτές που κλήθηκε να αντιμετωπίσει στην Αθήνα, μια πυκνοκατοικημένη πόλη 1,5 εκατομμυρίων κατοίκων. Τον Δεκέμβριο 1944 οι δυνάμεις του κλήθηκαν να νικήσουν μια βρετανική μεραρχία (οκτώ βρετανικά τάγματα, τέσσερα ελληνικά, μία μοίρα βαρέων αρμάτων, αεροπορία...) με ευρείες εφεδρείες από θαλάσσης, υλικό ανεφοδιασμό, αλλά και καλά επεξεργασμένα στρατιωτικά σχέδια για την καταστολή μιας ενδεχόμενης «ανταρσίας», ήδη από το καλοκαίρι του 1944, καθώς και ένα πλήθος συνεργαζόμενων ετερόκλητων ένοπλων σχηματισμών.
Την ίδια στιγμή ο ΕΛΑΣ αδυνατούσε να μεταφέρει έγκαιρα στην πρωτεύουσα μεγάλες μονάδες όχι μόνο λόγω προσυμφωνημένων περιορισμών και δυσκολιών στη μετακίνηση (ελλείψεις σε βενζίνη, καιρικές συνθήκες, απειλή βρετανικών βομβαρδισμών), αλλά και εξαιτίας προβλημάτων εφοδιασμού και επιμελητείας. Η επιμελητεία του αντάρτη δεν μπορούσε να λειτουργήσει ξεκομμένη από τον κοινωνικό χώρο ο οποίος στήριζε το ΕΑΜ. Επίσης, οι επιτάξεις των αποθηκών του Ερυθρού Σταυρού δεν μπορούσαν να ξεκινήσουν πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών. Από την άλλη, οι Βρετανοί, χάρη στα πλούσια μέσα που διέθεταν, ήταν σε θέση να μεταφέρουν στην Αθήνα δυνάμεις από την υπόλοιπη χώρα και την Ιταλία, αλλά και να μεταμορφώσουν τους έγκλειστους ταγματασφαλίτες σε νομοταγείς εθνοφύλακες.
Παρά τις αντιξοότητες, η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ προώθησε στην Αθήνα σημαντικές δυνάμεις του μόνιμου ΕΛΑΣ (το 7ο και το 34ο Σύνταγμα της ΙΙης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ - Αττικοβοιωτίας από την Εύβοια και τη Βοιωτία αντίστοιχα, τμήματα της ΧΙΙΙης Μεραρχίας Ρούμελης, την ΥΙΙΙη Ταξιαρχία και δύο ανεξάρτητα συντάγματα Πελοποννήσου, την Ταξιαρχία Ιππικού και το 54ο Σύνταγμα Βόλου, εφεδρικό ΕΛΑΣ), ένα σύνολο 9.000-10.000 μαχητών που παρατάχθηκαν όχι μόνο εντός του αστικού ιστού, αλλά και στα παράλια της Αττικής. Όμως το πραγματικό αδιέξοδο βρισκόταν στον οπλισμό και στα εφόδια. Εκεί το ισοζύγιο έγερνε δραματικά εις βάρος του ΕΛΑΣ.
Μετά τη στρατιωτική ήττα του στην Αθήνα, ο ΕΛΑΣ δεν αξιοποίησε το γεγονός ότι οι Βρετανοί δεν μπορούσαν χωρίς σημαντικό κόστος να συνεχίσουν τη σύγκρουση εκτός Αθηνών, ώστε να πετύχει μια λιγότερο επαχθή συμφωνία από τη Βάρκιζα. Η αδυναμία αυτή δεν αποτελεί ένδειξη προδοσίας της ηγεσίας, αλλά μια απόδειξη της πολιτικής του, η οποία με συνέπεια ήταν προσανατολισμένη προς την ομαλή δημοκρατική εξέλιξη. Όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, αυτή ήταν μια πορεία που οι ποικιλώνυμοι αντίπαλοί του ουδόλως επιθυμούσαν.
* Η Βασιλική Λάζου είναι ιστορικός. Διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
Αναζητώντας νέους τρόπους αφήγησης για τα Δεκεμβριανά
Του Πολυμέρη Βόγλη
Για δεκαετίες τα Δεκεμβριανά τροφοδότησαν τις αφηγήσεις της Δεξιάς και της Αριστεράς και διαμόρφωσαν τους τρόπους με τους οποίους η δεκαετία του 1940 εγγράφηκε στη διαιρεμένη μνήμη της ελληνικής κοινωνίας. Οι αφηγήσεις αυτές ήταν ριζικά διαφορετικές, κάτι που είναι λογικό μετά από ένα τόσο διαιρετικό γεγονός. Ωστόσο, οι αφηγήσεις δεν ήταν απλά αντίπαλες, είχαν διαφορετικά χαρακτηριστικά και συνέπειες.
Η Δεξιά ενσωμάτωσε τα Δεκεμβριανά σε μια αντικομμουνιστική - εθνικιστική αφήγηση νίκης κατά των κομμουνιστών. Σ’ αυτήν την αφήγηση οι κομμουνιστές ταυτίστηκαν με την εθνική προδοσία και την εγκληματική βία. Η θριαμβολογία της επικράτησης κατά του κομμουνισμού και της σωτηρίας της πατρίδας συνοδεύτηκε από μια οξύτατη ρητορική μίσους κατά των αντιπάλων οι οποίοι χαρακτηρίζονταν «σφαγείς», «εαμοβούλγαροι», «μιάσματα» κ.ά. Επιπλέον, η αφήγηση αυτή επενδύθηκε με την κρατική εξουσία, με αποτέλεσμα την εφαρμογή για δεκαετίες πολιτικών διακρίσεων και απαγορεύσεων.
Στον αντίποδα κινήθηκε η αφήγηση της Αριστεράς. Η έκβαση της μάχης της Αθήνας δημιούργησε εξαρχής ένα πλαίσιο της αφήγησης το οποίο επικαθορίστηκε από την ήττα. Ήταν μια αφήγηση εσωστρεφής, η οποία δεν απευθυνόταν στον αντίπαλο, αλλά στον κόσμο της ΕΑΜικής Αντίστασης και της Αριστεράς που ήταν αντιμέτωπος με τις συνέπειες της ήττας. Η συζήτηση ήταν για «τη νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε», τα λάθη που έγιναν, τις ευθύνες της ηγεσίας. Η απογοήτευση και η αμηχανία, που γεννούσε η ανάμνηση της ήττας, εντείνονταν από την εργαλειοποίηση της βίας των Δεκεμβριανών από τη Δεξιά και την «πτωματολογία».
Τέλος, μια άλλη διαφορά των δύο αφηγήσεων ήταν ότι, ενώ η αφήγηση της ήττας οδήγησε στον αναστοχασμό και στην κριτική προσέγγιση του παρελθόντος, δεν συνέβη το ίδιο με την αφήγηση της νίκης. Ο αυτοδικαιωτικός λόγος της Δεξιάς δεν άφησε περιθώρια για μια νέα προσέγγιση του παρελθόντος, γι’ αυτό και μέχρι σήμερα επιβιώνει η αφήγηση που έχει στο επίκεντρό της τη βία της Αριστεράς στα Δεκεμβριανά.
Νικητές - ηττημένοι, θριαμβολογία - σιωπή, μνήμη - λήθη: ανάμεσα σ’ αυτά τα δίπολα κινήθηκαν για δεκαετίες οι αφηγήσεις για τα Δεκεμβριανά, όπως και για πολλά άλλα γεγονότα ή εξελίξεις της δεκαετίας του 1940. Οι αφηγήσεις αυτές έχουν κλείσει τον ιστορικό κύκλο τους. Χρειάζεται να αναζητήσουμε νέους τρόπους αφήγησης για το παρελθόν που θα το ανατέμνουν χωρίς να το αναπαράγουν, που θα το ανασυνθέτουν χωρίς να το προσαρμόζουν σε ιδεολογικές επιταγές, που θα κατανοούν χωρίς να δικαιολογούν και που δεν θα χρησιμοποιούν το διαιρετικό παρελθόν για να δημιουργήσουν διαιρέσεις στο παρόν.
* Ο Πολυμέρης Βόγλης, διδάσκει Σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας