Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΔΡΑΚΕΙΑΣ

 

Ποιήματα   για τους   εκτελεσμένους   Πατριώτες

ΟΤΑΝ  Η  ΠΟΙΗΣΗ  ΘΩΡΑΚΙΖΕΙ  ΤΗΝ ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΔΡΑΚΕΙΑΣ

ΑΠΟ  ΤΗ ΛΗΘΗ


 

 

 

 

Γράφει  ο ΒΛΑΣΗΣ  ΜΑΡΓ.  ΒΟΛΙΩΤΗΣ μέλος του ΣΙΜΕΑ

 

    Ηλεκτρονική διεύθυνση volvla@otenet.gr

 

Το άρθρο αυτό αφιερώνεται στην Μνήμη  των αειμνήστων Αναστασίου Τζαμτζή, πλοιάρχου-συγγραφέα και της Νίτσας Κολιού, δημοσιογράφου –συγγραφέα για την καθοριστική τους συμβολή στην κατάρτιση του φακέλου για την υποψηφιότητα της Δράκειας  ως «Μαρτυρικού χωριού» το έτος 1999.

 

 

  Α, η  Δράκια, η  Δράκια. Ποιος ξέρει το χωριό

                                                                                    με τις πλακοσκέπαστες στέγες και τον τύμβο

που είναι σαν αγκάθι πένθους μέσα στις αυλές;

                                                                              (Από το ποίημα «Ο ΤΥΜΒΟΣ» του ποιητή Γιάννη Φάτση)

                                                                               

....Αχ αυτό το μίσος τους που τόκρυβαν στα κράνη τους

Αχ αυτό το μίσος τους που τόκρυβαν στα χείλη τους

Αχ αυτό το μίσος τους που τόκρυβαν στις μπότες τους........

 

(Από το ποίημα «ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ» του ποιητή Γιάννη Φάτση.

Ποιητική σύνθεση αφιερωμένη  στην Κατοχή και στην Αντίσταση).

 

 

         Η Ποίηση σαν η  κατ΄ εξοχήν τέχνη του έμμετρου λόγου και του συναισθήματος, δεν θα μπορούσε να μην συναντηθεί με το τραγικό γεγονός της εκτέλεσης των Πατριωτών της Δράκειας από τα ναζιστικά στρατεύματα  Κατοχής, στις 18 Δεκεμβρίου 1943.Δεν είναι μόνο ο αβάσταχτος πόνος για την απώλεια τόσων ανθρώπων, το πένθος, ο οδυρμός, η ορφάνια, η εκθεμελίωση του κοινωνικού  ιστού του χωριού, το πρωτοφανές μίσος και η απανθρωπιά των Ναζί που ευαισθητοποιούν τους ποιητές. Είναι και η συναίσθηση του χρέους τους να  μετουσιώσουν το Ιστορικό γεγονός σε Θυσία, να  ανακηρύξουν τα αθώα θύματα σε Μάρτυρες της Ελευθερίας και τέλος να θωρακίσουν την ΜΝΗΜΗ της ΘΥΣΙΑΣ απέναντι στη Λήθη και ιδιαίτερα  απέναντι στην ΕΝΟΧΗ  ΛΗΘΗ και  στην ΔΙΧΑΣΜΕΝΗ ΜΝΗΜΗ που ακολούθησαν στα δίσεκτα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου.

         Η  προσωπική μου έρευνα έχει εντοπίσει τέσσαρα(4) ποιήματα αφιερωμένα στην Θυσία των Πατριωτών της  Δράκειας.  Είναι το ποιήματα  «Ο ΤΥΜΒΟΣ» του ποιητή Γιάννη Φάτση, «Τα παληκάρια της Δράκειας» του  Γιώργου Πολυμέρου, ένα  άτιτλο ποίημα  άγνωστου δημιουργού, καθώς και το ποίημα  «Θα μπορούσαμε να γίνουμε φίλοι» του  μαθητή Ευάγγελου Παξινού.

Αλλά ας δούμε τα ποιήματα πιο αναλυτικά.

 

«Ο ΤΥΜΒΟΣ»  του Γιάννη Φάτση.

.....Οι πυροβολισμοί  φέραν μια ανάσα πένθους

οι σφαίρες σημάδευαν τα στήθεια τους.

Ματωμένα ποκάμισα, ματωμένα στόματα, ματωμένα μάτια

σαν πέτρες που έπεσαν και κοματιάστηκαν σε γκρεμό....

Το αίμα τους κοκκινίζει το νερό που φτάνει στη θάλασσα.

.....Ποιός έριξε τις δάφνες στο νερό;

Πήρε το αίμα το νερό και το κυλάει στο πέλαγο.........

 

            Ο Γιάννης Φάτσης συνθέτει τον «ΤΥΜΒΟ» συγκλονισμένος από την τραγωδία της Μαρτυρικής Δράκειας. Κυκλοφορεί πρώτη φορά το 1963 Ακολουθεί δεύτερη έκδοση το 1967. Το ποίημα  επανεκδίδεται το έτος 2001 από τον τότε Δήμος Αγριάς, επί Δημαρχίας Στράτου Σωτηρόπουλου,   ύστερα από την ευγενική παραχώρηση των συγγραφικών δικαιωμάτων από την σύζυγο του αείμνηστου ποιητή κ. Βασιλική Φάτση.                           Επίσης το ποίημα περιλαμβάνεται   στην έκδοση  ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΑΤΣΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΑΠΑΝΤΑ «Η φωνή μου δεν καίγεται»,  επιμέλεια Β.Δ.Αναγνωστόπουλου, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Θεσσαλίας και εκδόσεις Καστανιώτη.

             «Ο ΤΥΜΒΟΣ» είναι μία ελεγεία. Ποιητικός λόγος, βαθιά σπαρακτικός, ξέσπασμα θρήνου, ένα είδος ποιητικού λυγμού, ένα ατέλειωτο μοιρολόι. Ο ποιητής πονάει για το κακό που βρήκε την Δράκεια, πενθεί και θρηνεί Ο ψυχικός του πόνος μετουσιώνεται σε λέξεις, στίχους, στροφές μιας μοναδικής και απαράμιλλης λυρικής σύνθεσης.

              Ο ποιητής περιφέρεται και θρηνεί γύρω από το μνημείο(τύμβο) των Πεσόντων, και την παρακείμενη ρεματιά, τόπο της εκτέλεσης. Συνειδητά επιλέγει τον χώρο του τύμβου για να συμβάλει(όπως και ο τίτλος του ποιήματος)στη διατήρηση  της Μνήμης αυτής της Θυσίας, πράγμα άλλωστε στο οποίο αποσκοπεί  και το ίδιο το Μνημείο.

              Ο ποιητής επιστρατεύει όλα τα έμψυχα και άψυχα στοιχεία της φύσης, Τα θέλει παρόντα την ώρα της εκτέλεσης, αυτόπτες μάρτυρες του αδόκητου θανάτου για να κρατούν τη Μνήμη της Θυσίας ζωντανή. Τα πουλιά, τα κυπαρισσόμηλα(από τα παρακείμενα αιωνόβια κυπαρίσσια του Αγίου Νικολάου) τα δένδρα, τους δρόμους, τις βρύσες, τα νερά, τον ήλιο. Τις συκιές, τις καλαμιές, τα γαρύφαλλα, ακόμη και τα αγριοπερίστερα.                             

              Και ύστερα ο  αβάσταχτος πόνος. Τα παιδιά και οι γυναίκες που οδύρονται.

                                                                  …. « Ο θρήνος των παιδιών ακολουθούσε το επιθανάτιο  βήμα τους

                                                                         Και οι γυναίκες με τα ξέμπλεκα μαλιά αναζητούσαν          

                                                                         Το μερίδιο του θανάτου»…..

 Όλα θρηνούν. Το τζάκι σβηστό, τα λυχνάρια χωρίς φως, τα προσκεφάλια αδειανά, οι γαλιάγριες που σώπασαν από τη λύπη τους, το λάδι της Δράκειας που έγινε πικρό,  η σοδιά κι αυτή πικρή, οι αγριόλευκες και οι αγριελιές. Άνθρωποι, πουλιά, δέντρα, πέτρες, σπίτια, στοιχεία της φύσης, όλα μα όλα,  συμμετέχουν στον πόνο του θανάτου, θρηνούν για το χαμό. Μάρτυρες της  Θυσίας. Για να γίνουν και αυτά κομμάτι της Μνήμης. Γιατί «η Μνήμη ζεσταίνει το αίμα τους»

 

 

« Τα παληκάρια της Δράκειας»

Το ποίημα αυτό περιέχεται στο βιβλίο του Νίκου Στουρνάρα   «Μαγνησία 1943-44.  Η τραγωδία της Κατοχής». Το βιβλίο αναφέρεται στην Κατοχή και στην Αντίσταση στην περιοχή του νομού Μαγνησίας  και περιέχει πολλές έγχρωμες φωτογραφίες. Στην ενότητα που είναι  αφιερωμένη στο Oλοκαύτωμα της Δράκειας αναφέρεται ότι ο Βολιώτης Γιώργος Πολυμέρου που σπούδαζε στις Ηνωμένες Πολιτείες και ήταν επιστρατευμένος στο Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ πληροφορείται το γεγονός και συγκλονισμένος από το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα των Ναζί  συνθέτει το  πιο κάτω ποίημα.

Ένα πρωι σημαθιακόν ο ήλιος ανεβαίνει

βαρύς κι αιματοστάλακτος στης Δράκειας το χωριό,

Μηνάει πως μπαίνουν Γερμανοί με φονικό στο νου τους.

 

Μια μάνα σκούζει λυπερά, τ’ αξόρκιστα ξορκάει

« Αχ ήλιε που με φώτιζες, κάνε καλά και πάλι

Αν ήρθε μέρα να χαθώ, σβύσε τον κόσμον ούλον»

 

Πατούνε το φτωχό χωριό, καβαλαριά, πεζούρα.

Δεν είναι δύο, δεν είναι τρείς, δεν είναι αριθμημένοι.

Οι λάκες πήζουν στο χακί κι οι στρατωσιές στενάζουν,

και το ψηλό καμπαναριό θανατικό χτυπάει.

 

Φωνάζει ο κουμαντάτορας τα πρώτα παληκάρια

΄κατόν πενήντα λούλουδα, στης Δράκειας το περβόλι

και με κουβέντα δίφορη, γλυκόλογα τους λέει

«Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να σφάξουμε τον κόσμο

κι΄ ούτε κακό μας πέρασε στο νου και στη καρδιά μας.

Μον΄ φέρτε κότες και ψητά, Δρακειώτικο κρασάκι,

Κι αν έρθη γέρμα του ηλιού και με καρδιά χορτάτη

Θα πάρω στράτα δίπλατη, που πάει γι άλλα μέρη.

 

Μα το πιοτί σαν ήπιανε και το φαί γευτήκαν

και ξημερονυχτώσανε στο Ναζικό μεθύσι

Λωβό δαιμόνιο ρίζωσε  μέσ’ τη κακή την ώρα

Τα παληκάρια πέρνουνε, μπρός το γκρεμό τα σπρώχνουν

και κάθε βρόντος ντουφεκιού, κι ένα βλαστάρι πέφτει .

Πολλά βουνά ’νταριάζονται, στητά δεντρά λυγούνε

Και μεσ’ το κλάμα στο λυγμό ένα πουλάκι λέει

 

«Εδώ δεν πρέπουν κλάματα, δεν πρέπει μοιρολόι

Μον’ πρέπουν, δυο λυγιές βιολιά και μπαταριές ντουφέκια».

 

Το ποίημα είναι μια ποιητική σύνθεση σε πεζό και αφηγηματικό ύφος. Ο ποιητής είναι σαφώς επηρεασμένος από την Δημοτική Ποίηση. Αρχίζει με το προαίσθημα των τραγικών γεγονότων· ο ίδιος ο ήλιος από πηγή ζωής εκείνο το πρωινό ανατέλλει «βαρύς κι αιματοστάλακτος» προμηνύοντας τα θλιβερά μελλούμενα. Αν και ο ποιητής δεν είναι παρών στα γεγονότα, περιγράφει με ενάργεια την είσοδο των Ναζί στο χωριό, αφήνοντας να αιωρείται ο τρόμος και ο φόβος του επερχόμενου θανάτου. Η δολιότητα, το μίσος και η ύπουλη συμπεριφορά των κατακτητών-ίδια χαρακτηριστικά του Ναζιστικού ιδεολογήματος-περιγράφονται από τον ποιητή για να καταγγείλει το δόλιο και απάνθρωπο πρόσωπό τους. Ακολουθεί  η σπαρακτική περιγραφή της βίαιας και απάνθρωπης εκτέλεσης των παλληκαριών, όπου και τα στοιχειά της φύσης λυγίζουν από τον φρίκη και συμμετέχουν στον πόνο. Στο τέλος, όπως συμβαίνει σε όλα τα ηρωικά Δημοτικά τραγούδια, ο ποιητής τοποθετεί τα θύματα στο πάνθεο των Ηρώων και των Μαρτύρων της  Ελευθερίας της Πατρίδας μας, αντιπαραθέτοντας στον πόνο του θανάτου  την Δόξα, την Αιώνια Τιμή και την Ευγνώμονα Μνήμη.

 

 

Νεοδημοτικό τραγούδι άγνωστου δημιουργού

         Δεν μας είναι γνωστό ποιος  συνέθεσε το ποίημα αυτό. Από την ακριβή περιγραφή  όμως των γεγονότων και από τις αναφορές του σε τοπωνύμια της περιοχής συνάγεται ότι έχει γραφεί από κάτοικο του χωριού. Το ποίημα είναι πολύ γνωστό στο χωριό και απαγγέλλεται κάθε χρόνο μέσα στην εκκλησία κατά την τέλεση του Μνημοσύνου. Προσωπικά, λόγω της καταγωγής της μητέρας μου από τη Δράκεια ,θυμάμαι κατοίκους του χωριού να το απαγγέλλουν με υπερηφάνεια και συγκίνηση. Το ποίημα είναι σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο.

 

Οι Γερμανοί θελήσανε στο δρόμο να βαδίσουν

Στη Ζαγορά θέλαν να παν εκεί να πολεμήσουν

Στο δρόμο που βαδίζανε χαρτί κρατούν στο χέρι

κοντά στην Αλυκόπετρα τους είχανε καρτέρι

Οι Αντάρτες μόλις βλέπουνε στρατό απ’ τη Γερμανία

τους λένε καλωσόρισες και ρίχνουν με μανία.

Τους δώσανε μάθημα γερό, γερό για να τους ξέρουν

όπου οι Αντάρτες πολεμούν στον τόπο όπου θέλουν.

Αμέσως εφαρμόσανε αντίποινα να κάνουν

Αφήσαν και εθάμπωσε και σε βαθύ σκοτάδι

Κατέβηκαν στον Αι-Λια κοντά σ’ ένα κοπάδι

και πήρανε για οδηγό τους δυο τσομπαναραίους

γιατί εθάμπωσε καλά δεν ήξεραν το μέρος

Μισοί παν απ’ το Γαλατά, μισοί απ’ το Λιγορέμα

για να κυκλώσουνε την αγορά να μην τους φύγει κανένας

Μόλις πλησίασαν εκεί απ’ έξω  απ’ την πλατεία

πολλές ριπές ερίξανε για τρομοκρατία.

Ο κόσμος εφοβήθηκε μέσα στα καφενεία

δεν ήξεραν τι γίνεται έξω απ’ την πλατεία.

Αντρες γυναίκες και παιδιά   στα μαύρα να ντυθείτε

τα ποθητά αδέρφια σας δεν θα τα ξαναδείτε

Ηταν βράδυ Παρασκευής και φοβερό σκοτάδι

κυκλώσανε οι Γερμανοί της Δράκειας το παζάρι

και πιάσαν όλα τα παιδιά της Δράκειας το καμάρι,

λεβέντες ανεκτίμητοι όλο ομορφιά και χάρη.

Από βραδίς τους κλείσανε στο ένα καφενείο

Και μόλις γλυκοχάραζε τους πάνε στο σφαγείο.

Πέντε-πέντε τους πέρνανε και στο γκρεμό τους πάνε

Τα πολυβόλα στήσανε κι εκεί τους τουφεκάνε.

Στον όχτο εκυλούσανε σφιχτοαγκαλιασμένοι

και η ρεματιά τους δέχονταν στο αίμα βουτηγμένη.

Αφού τους τελειώσανε δεν άφησαν κανέναν

Φεύγουνε οι βάρβαροι εχθροί από το Λιγορέμα.

Πάνε μανάδες κλαίγοντας με τ’ ορφανά παιδιά τους

πάνε και θρήνονται και τράβουν τα μαλλιά τους

Μόλις πλησίαζαν εκεί στο θύμα το μεγάλο

κλαίγουν χτυπούνται σπαρταρούν και βλέπουνε το αίμα

Αφού τους αραδιάσανε στον Αγιο Νικόλα

για να τους ενταφιάσουνε περίμεναν την ώρα.

Ενώσω έγινε ο τάφος ο μεγάλος

δυο-δυο τους βάλανε μα δε χωρούσε άλλους.

Δεν ήταν ένας ούτε δυο ούτε και τρεις και πέντε

ήταν πάνω από εκατό μέσα εκεί θαμμένοι.

Σαν μαρτυρύσουν οι ήρωες πάντα θα υμνογούνται

και μέσα σ’ αυτή την εκκλησιά πάντα θα λειτουργούνται

Μοιρολογούνε τα πουλιά και όλοι οι γνωστοί δακρύζουν

και τα βουνά της Δράκειας μας αιώνια θα βογγίζουν.

 

Για το εν λόγω τραγούδι ο Πηλιορείτης δάσκαλος και λαογράφος Κώστας Λιάπης γράφει σε άρθρο του στην εφημερίδα «ΘΕΣΣΑΛΙΑ» στις 16-12-2001.  «Βέβαια, το τραγούδι αυτό, του οποίου είναι άγνωστος ο δημιουργός, δεν διεκδικεί σαν ποίημα ιδιαίτερες δάφνες πλαστικής, κυρίως αρτιότητας. Και είναι φυσικό. Αυθόρμητο σύνθεμα και γέννημα πόνου, βγαλμένο σε ώρα ταραγμένη και δύσκολη για το κοινωνικό περιβάλλον του άγνωστου δημιουργού του, εκφράζει την επιθυμία του τελευταίου να διερμηνεύσει χωρίς εξεζητημένες δραματοποιήσεις και γλωσσικές φιοριτούρες το κοινό αίσθημα των συγκλονισμένων σαν τον ίδιο συμπατριωτών του».

 

      Το έτος 2002 ο τότε Δήμος Αγριάς, επί Δημαρχίας Στράτου Σωτηρόπουλου, σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Ν.Μαγνησίας και την Διεύθυνση Β/βάθμιας Εκπαίδευσης,  διοργάνωσαν  λογοτεχνικό διαγωνισμό διηγήματος ή ποιήματος μεταξύ μαθητών Γυμνασίων και Λυκείων του Νομού, με θέμα την θυσία των Δρακειωτών Πατριωτών. Έλαβαν μέρος συνολικά 36 μαθητές και παρουσιάσθηκαν αξιόλογα κείμενα. Στην κατηγορία των μαθητών Γ΄ Γυμνασίου-Α΄ Λυκείου την δεύτερη θέση  κατέλαβε ο μαθητής Παξινός Ευάγγελος του Ηλία της Γ΄ τάξης τότε του 6ου Γυμνασίου Βόλου με το πιο κάτω ποίημα.

«Θα μπορούσαμε να γίνουμε φίλοι».

 

Εγώ ο ήρωας

Εσύ ο φονιάς

Εγώ… τα στήθη

Εσύ …..τη σκανδάλη

ΠΥΡ!!!

Μαζί τ’ ακούσαμε

Κι ύστερα

Το κροτάλισμα, η φωτιά

Το χώμα που μάτωσε

 

Πριν το αντίο

είδα τον ήλιο

που καθρεφτίζονταν

στα μάτια σου

Τι ωραία ημέρα!

Κρίμα

Θα μπορούσαμε να γίνουμε φίλοι

Να σου δείξω τα μέρη μου

 

Αντίο!

 

Με είπανε ήρωα

Εσένα φονιά

Κρίμα!

Ένα πολύ όμορφο ποίημα όπου ο 15χρονος μαθητής εκφράζει τον αποτροπιασμό του  για το φρικτό  έγκλημα των Ναζί ενώ παράλληλα καταδικάζει τον πόλεμο και προβάλλει  την αναγκαιότητα της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών. Ο νεαρός μαθητής, αν και ο ίδιος δεν έχει βιώσει την φρίκη του πολέμου, εν τούτοις κατορθώνει να μεταφέρει πειστικά με την φαντασία του την σκηνή της αποτρόπαιας εκτέλεσης αθώων ανθρώπων. Τοποθετεί τον ίδιο του τον εαυτό στη θέση του θύματος, γιατί θέλει να μεταφέρει άμεσα στον αναγνώστη την τραγικότητα  του απρόσμενου θανάτου. Ο ποιητής δεν είναι απλός μάρτυρας των γεγονότων αλλά ταυτίζεται με τα θύματα. Ποιητής και αθώο θύμα είναι ένα και το αυτό. Χρησιμοποιεί πολύ επιδέξια την αντίθεση, είτε την αναφέρει, είτε την υπονοεί. Ήρωας-φονιάς. Ζωή-θάνατος. Ωραία μέρα-κρίμα. Πόλεμος-ειρήνη. Υφαίνει με σπαρακτικές λέξεις ένα πολύ συγκινητικό ποίημα. Για κλωστές του στημονιού χρησιμοποιεί τις φράσεις «εγώ ο ήρωας», «εγώ…τα στήθη», «το χώμα που μάτωσε» και για υφάδι «εσύ ο φονιάς» , «εσύ… η σκανδάλη», «το κροτάλισμα, η φωτιά» Και το στημόνι  κατακόκκινο, από το αθώο αίμα και το υφάδι κατάμαυρο από το μίσος των φονιάδων .Και για σαΐτα του ποιητικού του αργαλειού, εκείνο το αποκρουστικό  παράγγελμα του θανάτου « ΠΥΡ».Το καθρέφτισμα του ήλιου στα μάτια του εχθρού,  μια φευγαλέα στιγμή ομορφιάς, και μια εικόνα  ωραίας ημέρας επιστρατεύει ο ποιητής για να αντιστρέψει το θρηνητικό  κλίμα του ποιήματος, να ισορροπήσει το συναίσθημα και να εκφράσει τις σκέψεις του για την αναγκαιότητα  επικράτησης ειρήνης, φιλίας και συναδέλφωσης των λαών.

 

 

 

ΕΝΑ  ΑΚΟΜΗ  ΠΟΙΗΜΑ  ΓΙΑ  ΤΗ  ΜΑΡΤΥΡΙΚΗ   ΔΡΑΚΕΙΑ .

 

        Ύστερα από τη δημοσίευση του άρθρου μου , «΄Οταν η ποίηση θωρακίζει τη θυσία της Δράκειας από τη λήθη», στην «ΘΕΣΣΑΛΙΑ»  της  15ης και 18ης Δεκεμβρίου 2019, ο κ. Βασίλης  Δ. Αναγνωστόπουλος  μου έκανε την τιμή να μου αποστείλει το ποίημά του «Η Αλικόπετρα» που είναι αφιερωμένο στην τραγική  ιστορία του μαρτυρικού χωριού

       Είναι γνωστή η πνευματική παρουσία  του κ.Αναγνωστόπουλου στην πόλη μας. Καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας μέχρι το 2008,ο κ. Αναγνωστόπουλος ασχολείται με την κριτική του βιβλίου, ιδιαίτερα δε με την έρευνα και τη μελέτη της παιδικής λογοτεχνίας, καθώς και με τη λαϊκή παράδοση της γλώσσας. Το ενδιαφέρον του εστιάζεται  γενικότερα σε εκπαιδευτικά, κοινωνικά και πολιτιστικά θέματα.

           Δεν θα μπορούσε επομένως αυτός ο πνευματικός άνθρωπος να μη συγκινηθεί από την τραγική μοίρα  της Δράκειας, όπου ναζισμός εφάρμοσε  με θηριώδη μανία για άλλη μια φορά την απάνθρωπη ιδεολογία του. Έτσι ο  αριθμός των ποιημάτων των αφιερωμένων στη Θυσία της Δράκειας ανεβαίνει στα πέντε(5).

 

                                                                              

 

 

Η Αλικόπετρα

                                                                                          Όπου πατάει ο πόνος,

                                                       ο τόπος είναι ιερός!

                                                            (Ιάσων Ευαγγέλου)

 

Κραυγάζει η Αλικόπετρα

το άδικο στους ουρανούς,

τα πέτρινα ουρλιάσματα

στ΄αψήλου εκσφενδονίζει,

 

το αίμα των αθώων,

 της Δράκιας το αίμα,

το αίμα της Ελλάδας,

το Πήλιο κοκκινίζει.

 

Κι αναριγούν οι Κένταυροι,

τα δέντρα, τα πουλιά,

και κλαιν σαν τις μανιές,

τις νιες και τα παιδιά.

 

Αχ, μέρα πληγωμένη,

δεκαοχτώ Δεκέμβρη,

μέρα μαύρη, μισερή ,

με φαρδιά υπογραφή Ναζί.

 

Κραυγή-σημάδι χρέους

η Αλικόπετρα ψηλά,

το αίμα των αθώων ανθίζει στη μνήμη.

Κι η μνήμη τους αιώνια θε να ζει!    

                                                   18/12/2016

 

 

 

 

 

 

          Η Αλικόπετρα είναι ένας τεράστιος βράχος που επικάθεται επιβλητικά επάνω σε μια ράχη του βουνού στα δυτικά του Δράκειας. Δεσπόζει στο χώρο και είναι ορατός μέρα και νύχτα  όχι μόνο από το χωριό, αλλά και από την ευρύτερη περιοχή. Κατά την επικρατέστερη ετυμολογική ερμηνεία το όνομα προέρχεται από την καφεκόκκινη χροιά του βράχου(*). Κοντά στην Αλικόπετρα, μια μέρα πριν την εκτέλεση των 114 Δρακειωτών,  έγινε  μάχη μεταξύ  ανταρτών και μιας φάλαγγας του Γερμανικού Στρατού και οι Ναζί θεώρησαν σωστό  να ξεσπάσουν σε αμάχους και αθώους ανθρώπους.

          Από τα Κάτω Λεχώνια  όπου διαμένει ο κ.Αναγνωστόπουλος,  βλέπει καθημερινά την Αλικόπετρα και εμπνέεται για την  σύνθεση του ποιήματος. Αναλογίζεται τον άδικο θάνατο, το άδικο πάντα συγκινεί τους ποιητές.O βράχος, στοιχειό της φύσης ,αποκτά φωνή-κραυγή-  για να διαλαλήσει στους ουρανούς την αδικία και την ατιμία, αλλά και για να ακουσθεί παντού πως «της Δράκιας το αίμα» είναι «το αίμα της Ελλάδας», το ίδιο αίμα που αιώνες χύνεται για την Ελευθερία αυτού του τόπου και την Αξιοπρέπεια των ανθρώπων της .Ο ποιητής  ταυτίζει το άλικο(κόκκινο) χρώμα του βράχου με το κόκκινο αίμα των αθώων θυμάτων του μίσους,  και Μαρτύρων της Ελευθερίας πια.

           Και όχι μόνο τα στοιχειά της φύσης «τα δέντρα, τα πουλιά» θρηνούν, αλλά ο ποιητής θέλει και τους μυθικούς Κενταύρους -και οι μύθοι κομμάτι της ζωής του τόπου μας- να συμμετέχουν στον πόνο και στο πένθος μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά.

           Αλλά για τον ποιητή ο πόνος, το πένθος και ο  οδυρμός για το κακό που βρήκε την Δράκεια, μετουσιώνεται σε Θυσία, σε Χρέος ,σε Μνήμη, γιατί «το αίμα των αθώων ανθίζει στη μνήμη».

           Το ποίημα στην αρχή  είναι μια ελεγεία, ένας θρήνος του ποιητή για το αθώο αίμα, ενώ προς το τέλος αποκτά επικό ύφος. Στην αρχή η Αλικόπετρα  κραυγάζει  στους ουρανούς για το άδικο, ενώ στο τέλος η φωνή της είναι «κραυγή-σημάδι χρέους».

           Ποίημα, κατάθεση ψυχής, φόρος τιμής  στην  Θυσία.

 

 

 

 

 

(*)  Υπάρχει και  μια δεύτερη εκδοχή της ονομασίας του βράχου: Λυκόπετρα, δηλαδή  πέτρα του λύκου. Με τον τίτλο αυτό υπάρχει και ποίημα του Γεωργίου Σεφέρη γραμμένο κάπου στο μεσοπόλεμο. Ο ίδιος, γνώρισε την περιοχή σαν φιλοξενούμενος  στο Σανατόριο του ζεύγους Καραμάνη .

 

 

 



Παρατηρήσεις:   Δράκεια και Δράκια και οι δύο τύποι είναι δόκιμοι. Ο Γιάννης  Φάτσης χρησιμοποιεί τον τύπο Δράκια. Στα ποιήματα διατηρείται η γραφή και η ορθογραφία των πρωτοτύπων. Τα τρία πρώτα ποιήματα είναι γραμμένα σε πολυτονικό  σύστημα, το ποίημα του μικρού μαθητή σε μονοτονικό .Για τεχνικούς λόγους στο άρθρο όλα τα ποιήματα είναι σε μονοτονικό. Ο συγγραφέας του άρθρου θα χαρεί αν κάποιος αναγνώστης έχει υπ’ όψιν του και άλλο ποίημα με το ίδιο θέμα.

                          

                                   

                                  

9η Μαη 2024

  Ο ΣΙΜΕΑ   διοργάνωσε επετειακή εκδήλωση για να τιμήσει την 9 η του Μάη και τα 60 εκ. νεκρούς του 2ουΠολέμου με προσκεκλημένο ομιλητή το...