Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

Η τακτική των αντιποίνων των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ένα εξαιρετικό κείμενο που διαβάστηκε στις 16 Δεκεμβρίου σε εκδήλωση που διοργάνωσε ο Πολιτιστικός Σύλλογος ΔΡΑΚΕΙΑΣ προκειμένου να τιμήσει τα 115 αθώα θύματα της Γερμανικής σφαγής που έγινε στις 18 Δεκεμβρίου 1943. Το κείμενο θα αναρτηθεί και στο BLOG του ΣΙΜΕΑ στην αναζήτηση ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ, προκειμένου να βρίσκεται εύκολα .

 

 


 

 

 

 

   Η τακτική των αντιποίνων των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής

 

 

Γράφει ο Νικολ. Μ. Φιλάρετος, δάσκαλος-ιστορικός

   Από την αρχή της εισβολής και στη συνέχεια της κατάληψης των χωρών της Ευρώπης, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα και η Γιουγκοσλαβία, από τα στρατεύματα του Άξονα και αποκλειστικά αναφερόμαστε στους Γερμανούς, η ηγεσία τους εξέδωσε μια σειρά διαταγών για τη σύλληψη, τη φυλάκιση και την εκτέλεσή ομήρων, το κάψιμο χωριών και σε ηπιότερες περιπτώσεις τον εκτοπισμό πολιτών και τις συλλογικές χρηματικές ποινές.

    Η διαταγή του Βάλτερ Λίστ, Διοικητή Ενόπλων Δυνάμεων Νοτιοανατολικής Ευρώπης με έδρα την Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1942 είναι χαρακτηριστική: «Όλες οι εμφανιζόμενες εχθρικές ομάδες θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να εξοντωθούν μέχρι τον τελευταίο άνδρα. [...] Πρόκειται για έναν ολοκληρωτικό πόλεμο. Η υποστήριξη απόψεων, όπως η ακόλουθη: «ο ηρωισμός ενός λαού που αγαπάει την ελευθερία» είναι άτοπη. Πρόκειται για πολυτιμότατο γερμανικό αίμα. Γι’ αυτό αναμένω από κάθε διοικητή, με τη δική του συμμετοχή να φροντίσει ώστε να εφαρμοστεί αυτή η διαταγή από τα στρατεύματα, χωρίς καμία εξαίρεση και με τα σκληρότερα μέσα».

Ήδη από το 1941 όμως λόγω της ανάπτυξης του αντιστασιακού κινήματος στη Γιουγκοσλαβία, τα αντίποινα ήταν σκληρά: σε μία μόνο μέρα εκτελέστηκαν 2.500 άμαχοι στο Κραγκούγεβατς και 1700 στο γειτονικό Κράλιεβο, από άντρες της Βέρμαχτ με τη βοήθεια ντόπιων συνεργατών τους.

     Η πλήρης κάλυψη της «βίαιης συμπεριφοράς» των στρατιωτών του Άξονα σε επιχειρήσεις κατά των «συμμοριτών» από την ηγεσία τους, διευκόλυνε πράξεις αυθαίρετες και ανεξέλεγκτες. Σύμφωνα με διαταγή που εξέδωσε τον Δεκέμβριο του 1942 ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Βέρμαχτ στρατάρχης Κάιτελ, « [Ανθρωπιστικές] επιφυλάξεις οποιουδήποτε είδους αποτελούν έγκλημα εναντίον του γερμανικού έθνους. Κανένας Γερμανός στρατιώτης, ο οποίος συμμετέχει σε επιχειρήσεις εναντίον των συμμοριτών και των συνεργατών τους, δεν θα λογοδοτήσει για τη βίαιη συμπεριφορά του από πειθαρχικής και νομικής απόψεως».

   «Αντίποινα» λοιπόν, είναι ο όρος που χρησιμοποιείται γενικότερα για να αποδώσει τις συλλογικές ποινές που επέβαλαν οι αρχές Κατοχής στον άμαχο πληθυσμό και τα οποία αποτέλεσαν «αναπόσπαστο κομμάτι της κατοχικής πολιτικής και πάγια στρατιωτική τακτική καθόλη τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου» όπως γράφει ο ιστορικός Στράτος Δορδανάς στη διδακτορική του διατριβή με τίτλο «Αντίποινα των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων στη Μακεδονία 1941-44».

Ποιο ήταν όμως το κίνητρο ή τα κίνητρα, ουσιαστικά η στόχευση για την επιβολή των συλλογικών αντίποινων στον άμαχο πληθυσμό;

Όπως γνωρίζουμε συνήθως γίνονταν μετά από αντιστασιακές επιθέσεις ή άλλες δράσεις, ώστε να λειτουργήσουν αποτρεπτικά και να εξαναγκάσουν τον αντίπαλο, δηλαδή τους αντάρτες ή γενικότερα τον μη φιλοκατοχικό πληθυσμό, να απόσχουν στο μέλλον από τέτοιες ενέργειες κατά των στρατευμάτων κατοχής. Ουσιαστικά αιτιολογούνταν με βάση παραμέτρους πολεμικής αναγκαιότητας για την αποκατάσταση της διασαλευθήσας τάξης και ηρεμίας στα κατεχόμενα εδάφη, προς όφελος βέβαια των κατακτητών, ξεπερνώντας κάθε όριο ηθικής πρακτικής και ανθρωπισμού και εντάσσονται φυσικά στη λογική της φασιστικής βίας και στην καθυπόταξη των πληθυσμών στην εξουσία του Άξονα. 

   Έτσι η εφαρμογή της συλλογικής ευθύνης υπήρξε στην Ελλάδα αναπόσπαστο στοιχείο της εμπειρίας της Κατοχής. Δεκάδες χιλιάδες άμαχοι, ανάμεσά τους γυναίκες και παιδιά, σκοτώθηκαν από τα γερμανικά στρατεύματα σε πράξεις προμελετημένων αντιποίνων, τα οποία θα αποτελούσαν εγκλήματα πολέμου και παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου με σημερινούς όρους. Και λέμε με σημερινούς όρους, γιατί παρόλες τις προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας να αποτυπώσει σε συνθήκες το θέμα των αντίποινων ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι., δεν είχαν επιτευχθεί ουσιαστικά αποτελέσματα. Μόνο το άρθρο 50 της σύμβασης της Χάγης του 1907 που είχε υπογράψει και η Γερμανία, όριζε πως «Δεν επιβάλλεται συλλήβδην κατά των κατοίκων ποινή χρηματική ή άλλη, ένεκα ατομικών πράξεων, για τις οποίες δεν πρέπει να θεωρούνται αλληλεγγύως υπεύθυνοι». Ακόμα, σύμφωνα με τη νεότερη σύμβαση της Γενεύης του 1929, απαγορευόταν ως αντίποινα η εκτέλεση αιχμαλώτων.

  Το σχετικά ασαφές αυτό νομικό καθεστώς, οδήγησε μετά το τέλος του  πολέμου σε μια σειρά σοβαρών δικαστικών αποφάσεων που αναγνώριζαν τα νομικά ερείσματα των δυνάμεων κατοχής. Αντίθετα δεν αναγνώριζαν στους τοπικούς πληθυσμούς το δικαίωμα της αντίστασης, βάζοντας έτσι το αντιστασιακό κίνημα σε καθεστώς παρανομίας, αν αυτό δεν είχε τηρήσει τις αρχές του διεθνούς δικαίου του πολέμου σχετικά με το τι θεωρείται στρατός σε εμπόλεμη κατάσταση. Το στρατιωτικό τμήμα εθελοντών, οι αντάρτες δηλαδή, έπρεπε να έχουν αναγνωρισμένο αρχηγό, υπεύθυνο για τις επιχειρήσεις, να φέρουν οι μαχητές διακριτικά, ορατά από μεγάλη απόσταση και φανερό οπλισμό και να τηρούν γενικά το εθιμικό δίκαιο του πολέμου.

   Να σημειώσουμε εδώ, ότι ήδη τρία χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου, τον Οκτώβριο του 1942, έπειτα από καταγγελίες για επιβολή αντιποίνων στον άμαχο πληθυσμό σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη, συγκροτήθηκε από τους συμμάχους Επιτροπή Εγκλημάτων Πολέμου με σκοπό να διερευνήσει αν είχαν διαπραχθεί τέτοιου είδους πράξεις από τα στρατεύματα κατοχής.

    Εξ αιτίας όλων αυτών, με πρωτοβουλία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού το 1949 στη Γενεύη συμπληρώθηκε το Διεθνές Δίκαιο και για πρώτη φορά κατοχυρωνόταν νομικά, πρώτα, το δικαίωμα δράσης αντιστασιακών ομάδων σε κατεχόμενο έδαφος και δεύτερον απαγορευόταν ρητά η επιβολή αντιποίνων κατά του άμαχου πληθυσμού.

Ας επιστρέψουμε όμως στην ελληνική πραγματικότητα που ακολούθησε την γερμανική εισβολή τον Απρίλη του 1941. Σύμφωνα με τη γερμανική επιχειρηματολογία η κατοχή δικαιολογήθηκε ως «εισβολή βορείου αίματος» για την αποκατάσταση και την αναγέννηση μιας συγγενικής προς τους Γερμανούς φυλετικής ομάδας. Πολύ σύντομα όμως η αντίληψη αυτή μεταβλήθηκε και ο ελληνικός λαός αντιμετωπίστηκε ως ένα εκφυλισμένο κράμα πολλών αιώνων επιμειξίας και διασταύρωσης με τους Ασιάτες και Τούρκους γείτονές του. Έτσι σε σύντομο χρονικό διάστημα οι διακηρύξεις περί φιλελληνισμού και η αρχαιολατρία της ναζιστικής ιδεολογίας έδωσαν τη θέση τους σε φυλετικά στερεότυπα, σύμφωνα με τα οποία οι αντάρτες ήταν ληστές που ενδημούσαν στην περιοχή, προέρχονταν από έναν πρωτόγονο πληθυσμό και δεν είχαν κάποιο κώδικα στρατιωτικής τιμής. Αυτή η θεώρηση των πληθυσμών ως φυλετικά κατώτερων και φανατικών, συνέβαλε στην άμβλυνση των αναστολών των στρατιωτικών μονάδων και στην επιβολή σκληρών μέτρων, ειδικά μετά το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη της Αθήνας από τους Γλέζο και Σάντα και την μη αναμενόμενη σθεναρή αντίσταση εκ μέρους του πληθυσμού την μάχη της Κρήτης τον Μάιο του 1941. Τα αντίποινα εδώ ήταν ελεεινά. Για παράδειγμα το χωριό Κάνδανος σβήστηκε από τον χάρτη: 180 κάτοικοι εκτελέστηκαν και μάλιστα αναρτήθηκαν και πινακίδες στη μια από τις οποίες αναγραφόταν: «Διά την κτηνώδη δολοφονίαν Γερµανών αλεξιπτωτιστών, αλπινιστών και του µηχανικού από άνδρας, γυναίκας και παιδιά και παπάδες µαζί και διότι ετόλµησαν να αντισταθούν κατά του µεγάλου Ράιχ κατεστράφη την 3-6-1941 η Κάνδανος εκ θεµελίων, διά να µην επαναοικοδοµηθεί πλέον ποτέ».

Η πρώτη γερμανική διάταξη σε ελληνικό έδαφος που άνοιξε το δρόμο των ποινών και αντιποίνων εκδόθηκε τον Μάιο του 1941 «περί απαγορεύσεως παροχής βοήθειας εις τους ανήκοντας εις εχθρικάς δυνάμεις» εννοεί βέβαια τους συμμάχους που είχαν παραμείνει στο ελληνικό έδαφος, Άγγλους, Αυστραλούς, νεοζηλανδούς. Οριζόταν κατά των παραβατών η ποινή του θανάτου ή της κάθειρξης σε ελαφρότερες περιπτώσεις «επ’ αμελείας». Μάλιστα, οριζόταν επίσης η χρηματική αμοιβή σε όποιον βοηθούσε, κατέδιδε ή παρέδιδε ο ίδιος στις γερμανικές και ιταλικές αρχές ξένους στρατιώτες που διέφευγαν τη σύλληψη ή είχαν δραπετεύσει από τα στρατόπεδα αιχμαλώτων. Κι αυτό το δεύτερο βέβαια όπως καταλαβαίνουμε συνέβαλε στη δημιουργία των δοσίλογων Ελλήνων συνεργατών των δυνάμεων κατοχής.

 Για να χαρακτηρίσουν συνολικά τους αντάρτες ή τους άμαχους, όπως προκύπτει από τα γερμανικά έγγραφα, η ορολογία και η διαφοροποίηση στις λέξεις που χρησιμοποιούν οι συντάκτες των εγγράφων, αναμφίβολα καταδεικνύει τον ιδεολογικό τους προσανατολισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εναλλαγή των όρων αντάρτες, κομμουνιστές, συμμορίτες ή εχθροί και αντίθετα, σπάνια γίνεται διάκριση των θυμάτων σε πολίτες, αμάχους, γυναίκες ή παιδιά. Επίσης, οι συνεργάτες των Γερμανών, εμφανίζονται με τις ονομασίες: εθνικιστές, αντικομουνιστές, εύζωνες ή εθελοντές.

   Οι αναλογίες είναι γνωστές, για κάθε νεκρό Γερμανό στρατιώτη θα εκτελούνταν 10, 20, 50 ακόμα και εκατό όμηροι ή άμαχοι. Με δικούς τους υπολογισμούς, σε απόρρητη έκθεση της Ε’  Στρατιάς, οι Γερμανοί ισχυρίστηκαν πως μεταξύ Ιουνίου 1943 και Σεπτεμβρίου 1944, 25.435 Έλληνες είχαν χάσει τη ζωή τους «στη μάχη», στην πραγματικότητα επρόκειτο για αμάχους που δολοφονήθηκαν ή εκτελέστηκαν με πρόσχημα την πραγματική ή υποτιθέμενη συμμετοχή τους σε ένοπλες αντικατοχικές ενέργειες. Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν οι περίπου 3.000 εκτελεσθέντες των πρώτων 25 μηνών της γερμανικής κατοχής στην Κρήτη, Μακεδονία και Αττική και άγνωστος αριθμός νεκρών από τα ανάλογα «μέτρα» των Ιταλών, που κι αυτοί είχαν μερίδιο στα αντίποινα με εκτελέσεις και καταστροφές. Να μην ξεχνάμε το κάψιμο της Νέας Αγχιάλου και το Δομένικο της Λάρισας όπου για 9 συνολικά νεκρούς Ιταλούς στρατιώτες, πυρπολήθηκε το χωριό και σκοτώθηκαν 194 άμαχοι τον Φεβρουάριο του 1943.  Επιπλέον στον αριθμό των θυμάτων, πρέπει να υπολογιστεί και ένα υψηλό ποσοστό από τους 26 χιλιάδες συλληφθέντες, τους οποίους αναφέρει η ίδια έκθεση, χωρίς περεταίρω διευκρίνιση για την τύχη τους.  Υπολογίζεται ότι έως το τέλος της Κατοχής  περίπου  1700 χωριά και οικισμοί είχαν καταστραφεί και ένα εκατομμύριο Έλληνες είχαν πληγεί από τις γερμανικές στρατιωτικές επιδρομές σε ολόκληρη τη χώρα. Σύμφωνα με την έκθεση που κατέθεσε η ελληνική κυβέρνηση ως τεκμήριο στη Δίκη της Νυρεμβέργης, 91.000 άνθρωποι είχαν δολοφονηθεί ή εκτελεστεί ως όμηροι, στο πλαίσιο της γερμανικής κατοχικής πολιτικής αντιποίνων και μαζικών σφαγών στην Ελλάδα.

Ανάμεσα στα πολλά τοπόσημα που αποτελούν διαχρονικά μνημεία της ναζιστικής τρομοκρατίας στην Ελλάδα, ξεχωρίζουν μεταξύ άλλων τα Καλάβρυτα, το Δίστομο, τα Γιαννιτσά, η Βιάννος, το Κοντομαρί, τα Ανώγεια, ο Χορτιάτης, το Κομμένο, η Κλεισούρα, το Μεσόβουνο, τα Κερδύλλια, η Παραμυθιά, οι Λιγγιάδες. Η μαζικότερη εκατόμβη σε αριθμούς θυμάτων έγινε στις 13 Δεκεμβρίου 1943 στα Καλάβρυτα, όταν όλος ο ανδρικός πληθυσμός ηλικίας από 16 έως 65 ετών εκτελέστηκε ομαδικά και η πόλη παραδόθηκε στις φλόγες, από τα στρατεύματα της 117 Μεραρχίας με τη βοήθεια των Ελλήνων συνεργατών τους. Συνολικά 700 άτομα έχασαν τη ζωή τους στα πλαίσια της Επιχείρησης Καλάβρυτα, μεταξύ των οποίων 22 γυναίκες και παιδιά, ενώ 24 οικισμοί και τρεις μονές σε όλη την επαρχία καταστράφηκαν ολοσχερώς. Η σφαγή στα Καλάβρυτα συγκαταλέγεται στα μεγαλύτερα εγκλήματα που διαπράχθηκαν εναντίον αμάχων στην κατεχόμενη Ευρώπη, μαζί με το τσέχικο Λίντιτσε, το γαλλικό Οραντούρ και τις σερβικές πόλεις Κράλιεβο και Κραγκούγιεβατς. 

Χρονικά η επιβολή των αντίποινων μπορεί να διακριθεί σε τρεις φάσεις, σύμφωνα με την καθηγήτρια Βασιλική Λάζου. Η πρώτη αρχίζει με την έναρξη της κατοχικής περιόδου και αφορούσε περιπτώσεις μαζικής αντίστασης του άμαχου πληθυσμού και της ενεργού συμμετοχής των κατοίκων στην απόκρουση της γερμανικής επίθεσης. Σε αυτή τη φάση εντάσσονται τα αντίποινα ύστερα από τη Μάχη της Κρήτης ή ύστερα τις πρώτες αντιστασιακές ενέργειες στη Μακεδονία (Δοξάτο Δράμας).

Η δεύτερη φάση, έως τις αρχές του 1943, αποτελεί μεταβατική περίοδο καθώς χαρακτηρίζεται από την απουσία μαζικών αντιποίνων. Με τη διάσπαση του Άξονα, τη συνθηκολόγηση των Ιταλών και την επακόλουθη ανάληψη από τους Γερμανούς των ευθυνών για τη χώρα, οι γερμανικές δυνάμεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με το ζήτημα της αντίστασης που συνεχώς φούντωνε και σταδιακά θα εξαπλωνόταν σε όλη την κατεχόμενη χώρα, κυρίως με τη δράση του ΕΛΑΣ. Τότε ξεκινά η τρίτη φάση των αντιποίνων όταν το αντιστασιακό κίνημα άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του και να είναι σε θέση να πραγματοποιεί επιθέσεις εναντίον των δυνάμεων κατοχής. Η Βιάννος, τα Καλάβρυτα, το Δίστομο, το Κομμένο και άλλα χωριά σε ολόκληρη τη χώρα έγιναν στόχος της ναζιστικής τρομοκρατίας και έχασαν μέρος του πληθυσμού τους με τον τυφεκισμό εκατοντάδων ανδρών και μαζικές εκτελέσεις αμάχων. Γενικότερα αυτή την περίοδο σε όλη την Ευρώπη, η Γερμανική στρατιωτική ηγεσία υιοθετεί μια σκληρότερη στάση απέναντι στα αντάρτικα κινήματα των κατεχόμενων χωρών.

Τραγική επίσης είναι η περίπτωση της εκτέλεσης των κρατουμένων στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου την Πρωτομαγιά του 1944, όταν οι κατοχικές αρχές επικαλούμενες λόγους αντιποίνων για τον θάνατο ενός Γερμανού Στρατηγού και τριών αξιωματικών στους Μολάους Λακωνίας, στις 27 Απριλίου του 1944, εκτέλεσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 200 Έλληνες που βρίσκονταν αιχμάλωτοι στο στρατόπεδο, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν πολιτικοί κρατούμενοι της Δικτατορίας Μεταξά.

   Μετά το τέλος του πολέμου και την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας, οι μείζονες εγκληματίες πολέμου παραπέμφθηκαν στο διεθνές Στρατοδικείο της Νυρεμβέργης, για εγκλήματα κατά της ειρήνης, Εγκλήματα Πολέμου και Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας ή Κοινό Σχέδιο ή Συνωμοσία κατά την τέλεση των παραπάνω εγκλημάτων. Η Ελλάδα συμμετείχε στη διαδικασία με οκτώ παρατηρητές. Τόσους έστειλαν επίσης η Ολλανδία και η Τσεχοσλοβακία. Μέρος της απόφασης, αναφέρεται και στην επίθεση των δυνάμεων του Άξονα κατά της Ελλάδας. Ο Βίλχελμ Καιτέλ αρχηγός της Βέρμαχτ καταδικάστηκε σε θάνατο, όπως και ο υπαρχηγός του στρατάρχης Alfred Jodl καταδικάστηκε και απαγχονίστηκε για εγκλήματα εναντίον της ειρήνης και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και τις επιθέσεις εναντίον της Ελλάδας, της Γιουγκοσλαβίας, της Νορβηγίας και της Τσεχοσλοβακίας.

 Σε κάποιες δίκες που έγιναν στον αμερικανικό τομέα του Βερολίνου, μετά φυσικά την κατάληψη του από τους συμμάχους, εξετάστηκε η συμμετοχή ανώτατων αξιωματικών στο Σχέδιο «Marita», το γερμανικό σχέδιο επίθεσης κατά της Ελλάδας. Το κατηγορητήριο περιλάμβανε και τις πράξεις αντιποίνων, όπως καταστροφή χωριών, συστηματική τρομοκράτηση του πληθυσμού, εκτέλεση αμάχων, βασανιστήρια ομήρων, μεταγωγή τους στα στρατόπεδα εργασίας, καταναγκαστικά έργα και άλλα. Οι 7 κατηγορούμενοι δήλωσαν «μη ένοχοι». Από αυτούς, οι 4  καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης, αλλά μετά από 3 χρόνια αποφυλακίστηκαν, δύο αθωώθηκαν και ένας απαλλάχθηκε για λόγους υγείας. Ο Λιστ, ο οποίος όπως θυμόμαστε είχε εκδώσει διαταγή για άγρια αντίποινα, λίγες ημέρες πριν τη λήξη του πολέμου συνελήφθη από αμερικανικά στρατεύματα και το 1947  καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη λόγω των εκτελέσεων ανταρτών και αμάχων την περίοδο που ήταν Ανώτατος Διοικητής Νοτιοανατολικής Ευρώπης, αποφυλακίστηκε όμως το 1952 για λόγους υγείας, έχοντας εκτίσει μόνο πέντε χρόνια. Καταδίκες υπήρξαν και στις δίκες που έγιναν στην Ανατολική, Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας το ίδιο διάστημα.

Στην Ελλάδα οι διώξεις τέτοιου είδους εγκλημάτων καθυστέρησαν κυρίως λόγω της αναβλητικότητας της πρώτης ελληνικής μεταπολεμικής κυβέρνησης. Τον Ιούνιο του 1945, ιδρύθηκε τελικά το Ελληνικό Εθνικό Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου, η δικαιοδοσία του οποίου αναφερόταν σε εγκλήματα κατά Ελλήνων υπηκόων.

Η Επιτροπή Εγκλημάτων Πολέμου των Ηνωμένων Εθνών, ενέκρινε την αναγραφή των ονομάτων 1.127 Γερμανών, 470 Ιταλών, 242 Βουλγάρων και 410 Αλβανών  στον κατάλογο εγκληματιών πολέμου με δράση στην Ελλάδα.
Το έργο του Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου, ήταν συνεπώς πολύ περίπλοκο. Κάποιοι Γερμανοί εγκληματίες πολέμου, είχαν σκοτωθεί, όπως ο Συνταγματάρχης  Salminger και ο  Otto Radomski, Διοικητής του στρατοπέδου του Χαϊδαρίου, ενώ ο Walter Schimanα τελευταίος Ανώτατος Διοικητής των SS και της Αστυνομίας στην Ελλάδα, αυτοκτόνησε στις αυστριακές φυλακές, προφανώς φοβούμενος την έκδοσή του την Ελλάδα. Ο Πτέραρχος Alexander Lohr ο οποίος διέταξε την επιβολή σκληρών αντιποίνων (50 Έλληνες άμαχοι για κάθε νεκρό Γερμανό) και τη μαζική εκτέλεση 5.000 Ιταλών αιχμαλώτων της μεραρχίας Άκουι στην Κεφαλλονιά, μετά το τέλος του Πολέμου εκδόθηκε στη Γιουγκοσλαβία, όπου είχε επίσης πρωτοστατήσει σε εγκληματικές ενέργειες, δικάστηκε και εκτελέστηκε. Ως το 1949, έγιναν στην Ελλάδα 17 δίκες για εθνικοσοσιαλιστικά εγκλήματα. Τρεις από τους κατηγορούμενους, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν. 

    Μετά τον εμφύλιο και στο πλαίσιο του ψυχρού πολέμου που άρχισε να διαμορφώνεται, οι ελληνικές κυβερνήσεις είδαν στην Δ. Γερμανία (ΟΔΓ), έναν ισχυρό παράγοντα που θα μπορούσε να βοηθήσει στην ανόρθωση της οικονομίας. Έτσι, επιλέχθηκε μια λογική συμβιβασμού και συμψηφισμού με τους Γερμανούς που βρίσκονταν σε ελληνικές φυλακές. Το 1951, μόνο τρεις Γερμανοί πολίτες βρίσκονταν στις ελληνικές φυλακές, ενώ στην Ολλανδία οι αντίστοιχοι κρατούμενοι ήταν 100 και στη Γαλλία 600. Από το 1952, η Ελλάδα προώθησε στην ΟΔΓ περίπου 200 δικογραφίες, για 850 Γερμανούς πολίτες. Η αδράνεια και η απροθυμία των γερμανικών αρχών, ήταν χαρακτηριστικές. Μόνο μία δίκη με «ελληνικό ενδιαφέρον» έγινε στην ΟΔΓ και καμιά από τις 800 δικογραφίες που διαβίβασε το Ελληνικό Γραφείο Πολέμου στην ΟΔΓ από το 1952 ως το 1959 δεν εκδικάστηκε.

    Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η υπόθεση του Μάξ Μέρτεν, του αρχιεγκληματία κατά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, ο οποίος συνελήφθη στην Ελλάδα το 1957 και καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη. Ωστόσο με ένα «φωτογραφικό νόμο», η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή, ψήφισε την αυτοδίκαιη αναστολή κάθε ποινικής δίωξης Γερμανών πολιτών για εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα. Η μοναδική περίπτωση που «κάλυπτε» αυτός ο νόμος, ήταν αυτή του  Merten, ο οποίος το 1959 αποφυλακίστηκε και απελάθηκε από την Ελλάδα. Δικάστηκε και, φυσικά, αθωώθηκε στη Γερμανία, ενώ η χώρα μας, έλαβε δάνειο 200 εκατομμυρίων μάρκων από την Δυτική Γερμανία. Και βέβαια ανοιχτό παραμένει το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων.

Ένα άλλο ζήτημα επίσης είναι η αναθεωρητική τάση που διατυπώνεται από κάποιους σχετικά με τις ευθύνες της Αντίστασης και του ΕΛΑΣ. Ξεχνούν ωστόσο ότι η αντίσταση οργανώθηκε με προτροπή των (Άγγλων) συμμάχων και κυρίως πως οι Έλληνες πάντα αντιστέκονταν στον κατακτητή, όπως φανερώνουν τόσα παραδείγματα από την αρχαιότητα. Τα αντίποινα βέβαια δεν τα προκάλεσε η αντίσταση, αλλά η λογική της βίας, της στρατοκρατικής ιδεολογίας, της ναζιστικής φυλετικής ανωτερότητας, η αρχή της συλλογικής ευθύνης και της ασύμμετρης απάντησης.

Οι πόλεις και τα χωριά τα οποία έχουν υποστεί μεγάλες καταστροφές και μαζικές εκτελέσεις κατοίκων την περίοδο της Κατοχής (1941-1944) έχουν χαρακτηριστεί επίσημα με προεδρικό διάταγμα «Μαρτυρικά Χωριά και Πόλεις» και στην Μαγνησία έχουμε το ατυχές προνόμιο στον κατάλογο αυτό να συμπεριλαμβάνονται η Νέα Αγχίαλος, το Ριζόμυλο η Κερασιά και βέβαια η Δράκεια. Ωστόσο και πολλά άλλα χωριά πυρπολήθηκαν από τους Γερμανούς ως αντίποινα, οι Μηλιές, η Σκιάθος, το Κατηχώρι, η Πορταριά…

 

Το στοιχείο εκείνο που διαφοροποίησε κυρίως τον Β.Π.Π. σε σύγκριση με τον προηγούμενο, αλλά και τις ενδοευρωπαϊκές συρράξεις του 19ου αιώνα, ήταν πως όχι μόνο περιέπλεξε μια σειρά κρατών σε παγκόσμιο επίπεδο και προκάλεσε τεράστιες ανθρώπινες και υλικές καταστροφές, αλλά και πως για πρώτη φορά ένας κατοχικός στρατός, όπως αυτός του Γ’ Ράιχ, προέβη σε αντίποινα εναντίον του πληθυσμού τα οποία εφαρμόστηκαν συστηματικά σε όλη τη διάρκεια του πολέμου και είχαν την κάλυψη της ηγεσίας του εθνικοσοσιαλιστικού κράτους. Ο γερμανικός στρατός για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία εξέφρασε με τόση αγριότητα το πνεύμα του νεωτερικού ολοκληρωτικού πολέμου, αυτής της νέας μορφής πολέμου όπου δεν υπήρχαν ασφαλή μετόπισθεν και ο άμαχος πληθυσμός μπορούσε να χρησιμοποιηθεί χωρίς κανέναν ενδοιασμό ως μέσον αντιμετώπισης της ένοπλης αντίστασης όπου αυτή εμφανιζόταν, αλλά και προληπτικά. Από την άλλη, η αντίσταση σε όλη την Ευρώπη, παρά τις αδυναμίες, τις αποτυχίες και τις αντιφάσεις της, αποτυπώνει με ενάργεια τον χαρακτήρα που έλαβε ο πόλεμος, καθώς ενέπλεξε και συσπείρωσε μείζονες κοινωνικές συλλογικότητες με διαφορετικά χαρακτηριστικά, γεγονός πρωτοφανές για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία.

Ο Ν. Καζαντζάκης ως μέλος της επιτροπής για την διαπίστωση και καταγραφή «των υπό των Γερμανών και Ιταλών κατά την διάρκειαν της κατοχής διαπραχθεισών ωμοτήτων εν Κρήτη» έγραψε την ίδια περίοδο: «Υπάρχει κάποια φλόγα – ας την πούμε ψυχή- κάτι πιο πάνω από τη ζωή και το θάνατο, που είναι δύσκολο να το ορίσεις, δηλαδή να το περιορίσεις. Υπάρχει αυτή η περηφάνεια, το πείσμα, ανέκφραστο κι αστάθμητο, που σε κάνει να χαίρεσαι που είσαι άνθρωπος. Να χαίρεσαι, μα και συνάμα να σου δίνει μεγάλη ευθύνη. Γιατί ενώ νοιώθεις πως έχεις χρέος να κάμεις ό,τι μπορείς για να σώσεις αυτό το λαό, εκείνος βλέπει την προσπάθειά σου με ειρωνεία και περιφρόνηση. Δεν έχει την ανάγκη κανενός για να σωθεί. Σώζει, δε σώζεται. Ένα μονάχα σου μένει τότε: να δοκιμάσεις να γίνεις άξιος αυτού του λαού, να κερδίσεις τη δύναμη της δικής του ψυχής, που πάντα τολμάει νʼ αντικρύζει, πρόσωπο με πρόσωπο, τη Θεά εκείνη που δεν κάνει χατήρια και δεν κάθεται στα πόδια κανενός, την αγέλαστη κι αδάκρυτη Θεά, την ευθύνη».

Και ευθύνη δική μας είναι να μην ξεχάσουμε. Να μην ξεχάσουμε τους 118 εκείνους απλούς ανθρώπους που ταξίδεψαν για έναν άλλο, πιο δίκαιο κόσμο εκείνη το πρωινό της 18ης Δεκέμβρη του 1943 σ’ ένα ρέμα της Δράκειας που βάφτηκε κόκκινο απ’ το αίμα των αθώων. Κι ακόμα να μη ξεχάσουμε πως ο φασισμός είναι ένα σύστημα που θέτει το κράτος υπεράνω κριτικής και αμφισβήτησης και που βάζει τους πολίτες στο έλεος του καθεστώτος και πως ένα τέτοιο σύστημα δεν έχει θέση στις σημερινές κοινωνίες.

 

                                 

                                ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Στ. Δορδανάς, Το αίμα των αθώων. Αντίποινα των γερμανικών αρχών κατοχής στη Μακεδονία, 1941-1944, Αθήνα 2007.

Γ. Μαργαρίτης, Η ένοπλη Αντίσταση, Ιστορία του νέου ελληνισμού, τόμ. 8ος, Αθήνα 2004.

Βασιλική Λάζου, Βήματα πριν τον Εμφύλιο: Αντίποινα των Δυνάμεων Κατοχής στην Ελλάδα, 1941-1944, στο https://www.historical-quest.com/current-issue/679-antipoina-twn-dynamewn-katochis-stin-ellada.html, 1.2.2014.

Πολυμέρης Βόγλης, Απαξιώνοντας την Αντίσταση, εφημ. Αυγή, 22.5.2011

Πεπονας Εμμανουήλ, Τα πρώτα αντίποινα των Γερμανών στην Κρήτη, Πλακάλωνα, Κοντομαρί, Κάνδανος (1941), περιοδ. Στρατιωτική Ιστορία, τεύχ. 5ος 2017.

Μιχάλης Στούκας, Οι δίκες των εγκληματιών Γερμανών ναζί στην Ελλάδα και η υπόθεση Μαξ Μέρτεν, εφημ. Πρώτο Θέμα, 5.12.2020.

Σπύρος Τρίψας, Ενδεικτικός πίνακας ναζιστικών εγκλημάτων στην Ελλάδα, διαδ. τόπος OLYMPIA, www.olympia.gr/1508995/istoria/endeiktikos-pinakas-nazistikon-egklimaton-stin-ellada/

 

 

ΕΠΕΤΕΙΑΚΗ ΝΟΕΜΒΡΗΣ 24

          Ο ΣΙΜΕΑ διοργάνωσε χθες εκδήλωση για να τιμήσει την ημέρα της Εθνικής Αντίστασης που γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 25 Νοεμβρίου ....