Σταύρου, Το θέατρο στην ελεύθερη Ελλάδα, σ. 376-385
Επιθεώρηση τέχνης, τόμ. ΙΕ΄, τχ. 87-88, Μάρτιος-Απρίλιος 1962
Επιλογή – Μεταγραφή αποσπασμάτων: Αγγελική Νικολάου
Μέρος Α΄ Γεράσιμος
[Το σκεπτικό, η προετοιμασία, η πρώτη παράσταση στις πλαγιές
του Ίταμου]
Κάθε περιοχή της ορεινής Ελλάδας που απελευθερωνόταν, από
την άνοιξη του 1942, οργάνωνε μαζί με την αντίστασή της και την ψυχαγωγία της.
Τα νιάτα πρωτοστατούσαν σε όλα. Βάλθηκαν ν’ ανοίξουν πάλι τα σχολειά, να
φτιάξουν στο χωριό τους παιδικό σταθμό, ν΄ αντιμετωπίσουν τα ζητήματα της
καθαριότητας και της υγείας, να οργανώσουν λέσχη με εφημερίδα του τοίχου, με
μια μικρή βιβλιοθήκη, με ραδιόφωνο για τις ειδήσεις. Απέραντες οι δυσκολίες,
απέραντες κι οι δυνάμεις. Το θέατρο λογαριάστηκε σαν βάση για τα προβλήματα της
ψυχαγωγίας. Ένα χωριό να ‘κανε την αρχή και να ‘δινε παράσταση, ακολουθούσαν
και τ’ άλλα.
Το
κυριότερο πρόβλημα ήταν η έλλειψη έργων που να μη δημιουργούν αξεπέραστα
εμπόδια στο ανέβασμά τους και ταυτόχρονα να ανταποκρίνονται στον πατριωτικό
ενθουσιασμό και στην αγωνιστικότητα του ξεσηκωμένου λαού. Έτσι, οι
απελευθερωτικές οργανώσεις φρόντιζαν όπως μπορούσαν να γραφτούν έργα
εμπνευσμένα απ’ τον αγώνα. Είχαμε και περιπτώσεις ομαδικού γραψίματος έργου σε
ορισμένα χωριά. Μαζεύονταν δυο τρεις ή και περισσότεροι και με τη βοήθεια
κάποιου «ειδικότερου», που τύχαινε κάποτε να είδε θέατρο, να πήρε μέρος σε
σχολική παράσταση, γινόταν η «δουλειά». Τους μύθους και τους ήρωες τους
παίρνανε απ’ όσα ζούσανε ή άκουγαν. Τα ντόπια,
αυτοσχέδια έργα, με τις τόσες αφέλειες και αδεξιότητες, ήταν προτιμότερα
από τα ψεύτικα, φτιαχτά των δόκιμων συγγραφέων της Αθήνας, αφού από τα
τελευταία έλειπε η πηγαία ατμόσφαιρα και η γνησιότητα της ζωής στα ελεύθερα
βουνά.
.jpg)

Αυτά κι εκείνα τα λίγα των
δόκιμων συγγραφέων που ξεχώριζαν, τυπώνονταν στον πολύγραφο ή σε κάποιο
παράνομο τυπογραφείο και οι ηρωικοί σύνδεσμοι, οι ταχυδρόμοι του Αγώνα,
αναλαβαίνανε τις ανταλλαγές. Οι οργανώσεις της ελεύθερης Θεσσαλίας στέλνανε
στην ελεύθερη Πελοπόννησο, στη Μακεδονία, στη Ρούμελη, σ’ όλες τις ελεύθερες
περιοχές τα έργα που γράφτηκαν εκεί μαζί με τις εφημερίδες τους και τ’ άλλο
έντυπο υλικό. Έτσι, αρκετά χωριά και προπάντων οι πρώτες ελεύθερες πολιτείες,
σαν το Καρπενήσι, δίνανε μια ή δυο φορές το μήνα θεατρικές παραστάσεις. Τα πιο πολυπαιγμένα
έργα ήταν το «Να ζει το Μεσολόγγι» και ο «Ρήγας Βελεστινλής» του Βασίλη Ρώτα.
Οι αγωνιστές του ’21 δώσανε τη θέση τους στους αντάρτες και φυσικά
συγχρονίστηκε και ο μύθος των έργων.
Παράσταση στην Κερασιά Πηλίου
Περαστικός την άνοιξη του 1943
από την Υπάτη, έτυχε να βρεθώ λίγο πριν από μια δοκιμή της επιθεώρησης. Ήταν
σούρουπο κι έρχονταν λαχανιασμένα απ’ τα χωράφια τους τα μέλη του τοπικού
«θιάσου», κοριτσόπουλα και νέοι 15-18 χρόνων, για να πάρουν μέρος στη δοκιμή.
Πασπαλισμένα τα ρούχα, τα χέρια και τα μαλλιά με χώμα -θαρρούσες όμως πως
γύρισαν από κάποιο παιχνίδι κι όχι από τη σκληρή δουλειά του καπνοχώραφου… Το
θέατρο έγινε η φυσική συνέχεια της καθημερινής δουλειάς και του αγώνα. Το
θέατρο -ηθοποιοί και κοινό- χαιρόταν αυτή την έξαρση της παλικαριάς και της
ελευθερίας. Έτσι έπαιρνε απέραντες διαστάσεις και το πιο ισχνό θεατρικό κείμενο
και η πιο «ερασιτεχνική» ηθοποιΐα.
Μπαίναμε πια στο 1944. Ήταν ο
χρόνος της λευτεριάς. Στις Κορυσχάδες της Ευρυτανίας συνήλθε το Εθνικό
Συμβούλιο με εκλεγμένους αντιπροσώπους απ’ όλη την Ελλάδα. Στη Βίνιανη
εγκαταστάθηκε η ΠΕΕΑ, η Κυβέρνηση της Εθνικής Αντίστασης, που βοήθησε να
ιδρυθεί ο πρώτος επίσημος -ας πούμε- θίασος στα ελεύθερα βουνά, αναθέτοντας
στον Βασίλη Ρώτα να δημιουργήσει ένα θεατρικό συγκρότημα και να δώσει
παραστάσεις περιοδεύοντας στην ελεύθερη Ελλάδα. Κι εκείνος κάλεσε αμέσως κοντά
του τον ηθοποιό Γιώργο Δήμου και δυο τελειόφοιτους δραματικής σχολής της
Αθήνας, τον Βάση και την Άννα. Κάλεσε ακόμα και τον γνωστό συνθέτη του «Διγενή»
Αλέκο Ξένο, που είχε τότε μελοποιήσει το «Εμπρός» του Παλαμά, τον ύμνο της ΠΕΕΑ
και πολλά τραγούδια του Αγώνα. Πήρα κι εγώ ένα μήνυμα του μπαρμπα-Βασίλη να πάω
να τον ανταμώσω, αφήνοντας κάθε άλλη δουλειά, για ν’ αναλάβω υπεύθυνος του
θιάσου.
Μαζευτήκαμε όλοι στο Νεοχώρι, στα
νοτιοδυτικά σύνορα της Θεσσαλίας. Όταν έφτασα, το συγκρότημα είχε συμπληρωθεί
με δυο κοπέλες από την Καρδίτσα, τελειόφοιτες Γυμνασίου, με δυο νέους αντάρτες
που τραυματίστηκαν σε μάχες και μερικούς άλλους. Είχαμε και δυο αετόπουλα: τον
γιο του μπαρμπα-Βασίλη, τον Νικηφόρο, δωδεκάχρονο παλικαράκι τότε (σήμερα είναι
συνθέτης σπουδασμένος στη Βιέννη) και τη Λένα, οχτώ χρονώ, με τη μεγαλύτερη
αδερφούλα της -κατάγονταν απ’ τον Βόλο και οι γονείς τους πολεμούσαν στο
αντάρτικο…
Για τις πρόβες μας παραχωρήθηκε
το σχολειό του χωριού. Οι εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις μας έδωσαν ένα δυο
συμμαχικά αλεξίπτωτα και φτάξαμε μ’ αυτά την αυλαία, το περιστροφικό, τη
δεύτερη αυλαία, ορισμένα κοστούμια του έργου. Μπόλικο πανί, αντοχής, μεταξωτό,
έκανε για τη δουλειά μας με το παραπάνω. Άλλα σκηνικά δεν χρειαζόμασταν. Ο
ποιητής πρόσθεσε στο έργο του έναν αφηγητή που πριν από κάθε σκηνή καθόριζε
στους θεατές τον τόπο και το χρόνο -αλά Σαίξπηρ. Όσο για το φωτισμό, θα
προσαρμοζόμαστε ανάλογα. Ήταν και καλοκαίρι, θα παίζαμε το σούρουπο σε ανοιχτό
χώρο.
Και σκηνή; Πού θα παίζαμε;
Απλούστατα: θα δανειζόμαστε πάλι επί τόπου μερικές σανίδες και πρόκες, θα
στήναμε ένα πρόχειρο πατάρι πάνω σε θρανία, εκτός και τύχαινε να ‘χει η πλατεία
του χωριού κανένα φυσικό ύψωμα. Τα καθίσματα θα τα ‘φερνε ο καθένας απ’ το
σπίτι του, καμιά καρέκλα, κανένα σκαμνί.
Η πρώτη παράσταση του «Ρήγα
Βελεστινλή» έγινε στο χωριό που μας φιλοξενούσε, στο Νεοχώρι, με μεγάλη
απήχηση. Ο θίασος ήταν καλεσμένος στο Β’
Πανθεσσαλικό Συνέδριο του ΕΑΜ. Από κει θ’ άρχιζε η περιοδεία. Το
συνέδριο θα γινόταν σε μια πλαγιά του Ίταμου, κάτω απ’ τα βαθύσκιωτα ελάτια.
Μοναδική ευκαιρία να δοκιμαστεί το θέατρό μας από τους αντιπροσώπους ολόκληρης
της ξεσηκωμένης Θεσσαλίας.

Φτάσαμε στον Ίταμο την παραμονή
του συνεδρίου και, τι έκπληξη, βρεθήκαμε μπροστά σ’ ένα μεγάλο υπαίθριο θέατρο!
Στο σημείο που η πλαγιά σχημάτιζε ένα φυσικό κοίλο, σκάψανε οι οργανωτές του
συνεδρίου, αμφιθεατρικά, ολόκληρες σειρές από κερκίδες, στέριωσαν τα αναχώματα
με την άφθονη ξυλεία που υπήρχε εκεί, κομμένη σε σανίδες, κι έτσι μπορούσαν να
καθήσουν άνετα κάπου δυο χιλιάδες άτομα. Κάθε απόγευμα, μόλις σκοτείνιαζε και
σταματούσαν οι εργασίες του συνεδρίου και οι αντιπρόσωποι πήγαιναν για φαγητό,
εμείς στήναμε γρήγορα τα «σκηνικά» μας και ετοιμαζόμασταν για παράσταση. Στις 9
το βράδυ ξαναγέμιζαν κόσμο οι κερκίδες κι άνοιγε η αυλαία. Η «πρώτη» μας έγινε
με τον «Ρήγα Βελεστινλή». Παρακολουθούσαν όλοι, χωρίς τον παραμικρό ψίθυρο, τη
φλογισμένη μορφή του Ρήγα.
Μέρος Β΄
[Η περιοδεία: Αλμυρός – Φτελιό – Σούρπη – Νέα Αγχίαλος – Πήλιο - Βόλος]
Πήραμε πια το βάφτισμα και συνεχίσαμε. Η Κυβέρνηση της
Αντίστασης μας εφοδίασε με τις πιο θερμές συστάσεις για να γίνει πιο εύκολη η
πορεία μας. Αν δεν μπορούσαν να μας συντρέξουν οι εθνικοαπελευθερωτικές
οργανώσεις, δόθηκε εντολή στις κατά τόπους επιμελητείες των ανταρτών να
καλύπτουν εκείνες τις καθημερινές μας ανάγκες. Φυσικά κι εμείς θα προσφέραμε
τις εισπράξεις μας: αντί για εισιτήριο, λέγαμε να μας δίνουν όσοι έχουν μια
μικρή ποσότητα από τη σοδειά τους, μισή οκά στάρι, πενήντα δράμια λάδι κ.λπ.,
όσοι μπορούσαν και θέλανε. Ο λαός μας φιλοτιμιόταν, όπως πάντα. Κι αν κάτω απ’
αυτές τις τόσο δύσκολες συνθήκες
γίνονταν τέτοια «θαύματα», μαντεύει κανείς τι βάσεις για τον πολιτισμό
δημιουργεί μια στεριωμένη λαϊκή εξουσία.
Ο Αλμυρός ήταν η πρώτη λεύτερη
πολιτεία που θα φιλοξενούσε τον θίασο. Ρημάχτηκε απ’ τους καταχτητές. Πολλά
ερείπια γύρω, σπίτια καψαλιασμένα. Όμως οι καρδιές βαστούσαν γερά. Είχε
ζωντάνια ο κόσμος, χαιρόταν τη λευτεριά του. Μείναμε μια βδομάδα εκεί και
δίναμε κάθε βράδυ παράσταση σ’ έναν θερινό κινηματογράφο. Η μάντρα γέμιζε κόσμο
κάθε βράδυ. Εδώ χρησιμοποιήσαμε για πρώτη φορά και ηλεκτρικό. Ήρθε ο διοικητής
του τάγματος του ΕΛΑΣ στο θέατρο, ενθουσιάστηκε κι εξασφαλίσαμε ηλεκτροφωτισμό
για όλες τις παραστάσεις. Γιορτή θαρρούσες κι είχε ο Αλμυρός όσες μέρες έπαιζε
κει ο θίασος. Μια τόσο μικρή πολιτεία να κρατήσει μια βδομάδα θέατρο και να το
γεμίζει…
Τη Δευτέρα κινήσαμε για το Φτελιό
με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στη δουλειά μας. Και μας χρειαζόταν αυτή η ενισχυμένη
εμπιστοσύνη. Ακούγαμε πως τούτο το χωριό αποτελούσε μια εξαίρεση: διαβρώθηκε
τόσο από κείνους που δεν πάψανε, αλίμονο, να καλλιεργούν τη διχόνοια, ώστε δεν
βοηθούσε πρόθυμα τον αγώνα. «Θα σας συμβουλεύαμε να το παρακάμψετε, θα βρείτε
δυσκολίες», μας λέγανε. «Μα, ίσα ίσα, αυτή είναι η δουλειά του θεάτρου»,
απάντησε ο μπαρμπα-Βασίλης. «Όχι μόνο να βρίσκει φίλους, μα και να κάνει
φίλους, να μονοιάζει τον κόσμο…»
Περπατούσαμε απ’ τα χαράματα ως
τ’ απομεσήμερο. Φτάσαμε στο Φτελιό τραγουδώντας. Τα σπίτια, κατάκλειστα. Κανείς
δεν έβγαινε να μας καλωσορίσει. Όπως μάθαμε αργότερα, το χωριό ολόκληρο δούλευε
στ’ αλώνια τούτες τις μέρες. Μα πάλι, τόση βουβαμάρα κι ερημιά, δεν ήταν καλό
σημάδι. Δεν χάσαμε το θάρρος μας. Παιδευτήκαμε να «ξετρυπώσουμε» τους
αντιπροσώπους των εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων και τον πρόεδρο της
κοινότητας. Και τούτοι μας δέχτηκαν επιφυλακτικά. Φοβόντουσαν πως λίγοι θα
‘ρχονταν στην παράσταση και πιο λίγοι ακόμα θα πλήρωναν το -σε είδος-
εισιτήριο.

Η πλατεία του χωριού, αρκετά
μεγάλη, χωριζόταν με σκαλοπάτια σε δυο επίπεδα. Στήσαμε τη σκηνή στο χαμηλό
επίπεδο. Σκοτείνιαζε κι εμείς καρφώναμε. Άρχισαν να ‘ρχονται οι Φτελιώτες.
Στέκονταν απόμερα σαν ξαφνιασμένοι και παρακολουθούσαν αμίλητοι τη δουλειά μας.
Δεν άργησε να γεμίζει η πλατεία με μικρές ομάδες χωρικών. Τότε ανέβηκε στο
πατάρι ο μπαρμπα-Βασίλης και με σταθερή φωνή τους παρακάλεσε να τον ακούσουν.
Εξήγησε τι είναι το θέατρο και τι γυρεύει τώρα εδώ, την ώρα που η πατρίδα
ματώνει για τη λευτεριά της. Ήταν μια ομιλία γεμάτη ζωντάνια, ειλικρίνεια και
πνεύμα. Μίλησε μ’ ολάνοιχτη καρδιά κι έλαμπε μες το λιόγερμα.
Το άλλο βράδυ κατέβηκε όλο το
χωριό, πάνω από χίλιες ψυχές, να δει την παράσταση. Κι όταν έκλεισε η αυλαία,
ξεσπάνε σε τέτοια χειροκροτήματα που ποτέ δεν ξανακούσαμε. Όλος ο κόσμος σαν
ένα κύμα ξεχύθηκε προς το μέρος μας ζητωκραυγάζοντας με απλωμένα χέρια, θαρρείς
και ζητούσε ν’ αγκαλιάσει τη σκηνή! Οι Φτελιώτες μάλωναν ποιος θα μας
περιποιηθεί πρώτος. Κι όχι μόνο ήρθαν σύσσωμοι στο θέατρο και τ’ άλλο βράδυ,
όχι μόνο μας βοήθησαν να καταρρίψουμε ρεκόρ «εισπράξεων», αλλά και δεν μας
άφηναν να φύγουμε. «Θα κάτσετε εδώ δυο τρεις μέρες, όσο θέλετε, να
ξεκουραστείτε», μας είπαν, «Θα σας φιλοξενήσουμε στα σπίτια που ‘χουμε κάτω στη
θάλασσα». Τέτοιες μάχες κερδίζει το θέατρο.
Η πορεία μας συνεχίστηκε. Παίξαμε
στη Σούρπη και τραβήξαμε για τη Νέα Αγχίαλο, μια μικρή παραθαλάσσια πολιτεία
δοσμένη ολόκληρη στον αγώνα. Οι καταχτητές την κατάκαψαν για να την εκδικηθούν,
σκότωσαν πολλά παλικάρια. Σε κάθε βήμα έβλεπες καψαλιασμένα ερείπια.
Μικρασιάτες οι περισσότεροι κάτοικοι, πάλευαν χρόνια με τη φωτιά και τον
ξεριζωμό. Μείναμε τέσσερις μέρες, παίξαμε από δυο φορές το κάθε πρόγραμμα. Η
παρουσία του θεάτρου έδωσε μεγάλη χαρά. Εκεί μάθαμε πως λευτερώθηκε η Καρδίτσα.
Πήραμε διαταγή να περάσουμε στο Πήλιο. Έπρεπε να ‘μαστε κοντά στον Βόλο που δεν
θ’ αργούσε κι εκείνος να λευτερωθεί.
.jpg)
Νύχτα ακροπατώντας περάσαμε τη
δημοσιά, τη σιδηροδρομική γραμμή Λάρισας-Βόλου, ανάμεσα στα γερμανικά φυλάκια
και από τη μεριά του Βελεστίνου φτάσαμε στη δυτική πλευρά του Πηλίου. Από κει,
το πρωί, σκαρφαλώσαμε κατάκορφα στο βουνό και πέσαμε τ’ απομεσήμερο στη Ζαγορά.
Τέλειωναν πια οι περιπέτειες. Γιατί η περιοδεία μας στα όμορφα χωριά του Πηλίου
-Μακρινίτσα, Τσαγκαράδα, Μηλιές, Αργαλαστή- έμοιαζε με πανηγύρι. Εκτός από τις
παραστάσεις, οργανώναμε διαλέξεις με πνευματικά θέματα, βοηθούσαμε τους νέους
να φτιάξουν δικό τους θέατρο, λέσχη με εφημερίδα του τοίχου και βιβλιοθήκη κ.ά.
Στο Πήλιο βρήκε λίγο καιρό ήσυχο ο μπαρμπα-Βασίλης και κάθησε να γράψει ένα
έργο εμπνευσμένο απ’ την Εθνική Αντίσταση. Ζητούσε απ’ όλους να του λέμε
ανοιχτά τη γνώμη μας, έτοιμος να δεχτεί απ’ τον καθένα οποιαδήποτε παρατήρηση.
Εκεί, στο Πήλιο, μάθαμε πως
λευτερώθηκε η Αθήνα. Ξεχύθηκε στους δρόμους το χωριό κι έκλαιγε κι αγκαλιαζόταν
και τραγουδούσε. Λεύτερη Αθήνα σήμαινε λεύτερη πατρίδα… Όπου να ‘ναι θα ερχόταν
κι η σειρά του Βόλου.
Βρεθήκαμε στον Βόλο το ίδιο πρωί
που ξύπνησε η ηρωική εργατούπολη λυτρωμένη από την τρίχρονη σκλαβιά.
Εγκατασταθήκαμε σε κεντρικό παραλιακό θέατρο κι αρχίσαμε καθημερινές
παραστάσεις, με ελεύθερη είσοδο. Για πρώτη φορά πατούσαμε σκηνή «επίσημη» με
κάποιο τεχνικό εξοπλισμό. Κι όμως, δεν μας έκανε καμιά εντύπωση. Είχαμε δει
πια, κοντά στα τόσα και τόσα, πως το θέατρο που βγαίνει απ’ τα σπλάχνα του λαού
μπορεί να δοξαστεί και στο πιο ταπεινό πατάρι.
ΥΓ.
« (…) Πολλοί, που θέλουν την Τέχνη αυτοοριζόμενη κι
ανεξάρτητη από την πραγματικότητα και τη ζωή, ίσως πουν ακόμα πως οι συγγραφείς
των έργων της εποχής εκείνης βιάζονταν να πουν το μήνυμα που ήθελαν να
μεταδώσουν στο θεατρικό κοινό τους. Αδικούν και την εποχή και τους συγγραφείς.
Γιατί οι ώρες εκείνες ήταν πολύ διαφορετικές από αυτές που περνά ο συγγραφέας
μιας άλλης, οποιασδήποτε, εποχής μες στο γραφείο του. Περνούσαν γρήγορα κι ο
καθένας μας τις ζούσε μέσα σ’ ένα λαχάνιασμα. Όλα έπρεπε να γίνουν γρήγορα, το
μήνυμα να είναι άμεσο. Κι ήταν το μήνυμα ένα και μοναδικό: το διώξιμο του
καταχτητή και η δημιουργία μιας Ελλάδας λεύτερης από κάθε είδους δουλεία».
Χάρης
Σακελλαρίου