Αργαλαστιώτες αιχμάλωτοι πολέμου στη Γερμανία
Κείμενο :Γιάννης Κονιόρδος .Εκπαιδευτικός, μέλος του ΣΙΜΕΑ
(πρωτοδημοσιεύτηκε σε ελαφρώς εκτενέστερη μορφή στο περιοδικό «ΕΑΜ και Αντίσταση», τ. 110)
Αιχμάλωτοι στο Augsburg τις μέρες της απελευθέρωσης, Μάϊος 1945. Ανάμεσά τους οι Αργαλαστιώτες Αργύρης Φουρτωτήρας (μεσαίος κάτω) και Νίκος Σταθαράκος (δεύτερος από αριστερά, πάνω)
Τον Μάρτη του 1944 στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών στο Πήλιο συνελήφθησαν στην περιοχή της Αργαλαστής οι: Θόδωρος (ή Μιχάλης), Γαϊτανάς Αριστείδης, Ευαγγελινός Μανώλης, Ζουμπούλης Μήτσος, Κατσιρέλος Στάθης, Σταμουλάκης ή Βαλατσός, Τεντζεράκης Νίκος, Σταθαράκος Νίκος, Ανέστης Μώμολος (ή Σμυρνιός), Φουρτωτήρας Αργύρης, Καρτσιώτης Κώστας, Τσοπελάκης Φίλιππος, Καραδέμητρος Θεόδωρος (από Μετόχι), Αγιώτης Θόδωρος (από Μετόχι) και Γιάννης Ντάκας (από Μηλίνα). Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στο Βόλο, έγιναν ανακρίσεις και από κει μεταφέρθηκαν στη Θεσ/νίκη. Έπειτα από λίγες μέρες στάλθηκαν στη Γερμανία ως αιχμάλωτοι πολέμου. Το παρόν κείμενο βασίζεται στην προφορική μαρτυρία ενός εκ των συλληφθέντων, του Νίκου Τεντζεράκη.
Η σύλληψη και η μεταφορά στη Γερμανία
Ο Νίκος Τεντζεράκης ήταν 20 χρονών όταν συνελήφθη. «Στο χτένι, που έγινε στις 25 Μαρτίου, χιόνιζε κιόλας, ήμασταν κρυμμένοι όλοι. Καμιά φορά μας βρήκαν οι Γερμανοί, μας πιασαν. Tο ευτύχημα ήταν ότι δεν τρέξαμε, διότι άμα τρέχαμε θα μας σκότωναν…».
Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στην διαβόητη «Κίτρινη αποθήκη» στο Βόλο, και μετά τη σχετική «περιποίηση» οδηγήθηκαν στους στρατώνες στη Λάρισα και μετά από 2-3 μέρες μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδο στη Θεσ/νίκη όπου κάνανε αγγαρείες. «Κάτσαμε καμιά 20αριά μέρες και παραπάνω, μια μέρα μας βάλαν στη γραμμή όλους και τραβήξαμε για τη Γερμανία…». Στη Γερμανία πήγαν στο στρατόπεδο του Moosburg (επίσημα γνωστό ως «STALAG VII Α»). «Πήγαμε εκεί στο γενικό στρατόπεδο στη Γερμανία [εννοεί το Moosburg], ήρθε ένας του Ερυθρού Σταυρού, λέει θα υπογράψετε ότι σας πιάσαν ντυμένους αντάρτες, μη φοβόσαστε τίποτα εγώ είμαι δω. Από κει μας παίρνουν και μας πηγαίνουν στις αποθήκες τις εγγλέζικες και ντυνόμαστε στρατιώτες, μόνο που δεν είχαμε στέμμα ας πούμε [στο δίκωχο]. Κόψαμε εμείς ύστερα από καιρό και φτιάξαμε στο δίκωχο «ΕΛΑΣ» με κόκκινη φίρμα από πάνω για να φαίνεται. Από κει μας πήγαν στο Αουγκσμπουργκ που ήταν και 60 παιδιά του Αλβανικού μετώπου. Αλλά εκεί πέρα έρχονταν ο Ερυθρός Σταυρός δεν μπορούσαν οι Γερμανοί ούτε να μας ακουμπήσουν, ούτε τίποτα. Αφού πηγαίναμε για δουλειά και τραγουδούσαμε αντάρτικα τραγούδια και λέγαν οι σκοποί «Des ist partizan’ Ya, des ist Good.. Τραγουδάτε…».
Η ζωή στο Augsburg
Σ’ ένα αντιαεροπορικό στο Augsburg τις μέρες της απελευθέρωσης, Μάϊος 1945. Αριστερά επάνω ο Αργύρης Φουρτωτήρας και Νίκος Σταθαράκος (δεξιά κάτω).
Το Αugsburg είναι μια μικρή πόλη, 60 περίπου χλμ. ΒΔ του Μονάχου. Σύμφωνα με τα αρχεία του στρατοπέδου του Μοosburg, έχουν καταγραφεί 228 Έλληνες ως κρατούμενοι, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στο Augsburg, συγκεκριμένα στο Luitpoldschule, «ένα τριώροφο σχολείο» όπως επιβεβαιώνει και ο Ν. Τεντζεράκης στην αφήγησή του. Η ζωή τους στο Augsburg δεν είχε βέβαια καμία σχέση με τη «ζωή» των αιχμαλώτων στα στρατόπεδα θανάτου, όπως είχαν εξάλλου την «τύχη» να γνωρίσουν και κάποιοι από τους συγκρατούμενους Αργαλαστιώτες που μεταφέρθηκαν εκεί. Βεβαίως ήταν υπό συνεχή επιτήρηση και εργάζονταν σε αγγαρείες, κατασκευές δημοσίων έργων ή τοπικές βιομηχανίες. Ο Τεντζεράκης εργάζονταν σε ένα εργοστάσιο Ηλεκτρικής και μάλιστα ανέπτυξε σχέσεις συμπάθειας με τον ιδιοκτήτη, ο οποίος του πρότεινε να μείνει και να εργαστεί εκεί με την απελευθέρωση . «Κάναμε καταναγκαστική εργασία. Μας δίναν 1 μάρκο την μέρα, κατοχικό, είχε κατοχικά μάρκα κι εκεί, αλλά από φαγητό παίρναμε 4,5 κιλά δέμα απ’ τον Ερυθρό Σταυρό, με κακάο, σοκολάτες, κονσέρβες, τα πάντα και μας δίναν και οι Γερμανοί φαγητό…».
Στο Augsburg έμειναν 18 μήνες χωρίς να έχουν επαφή ή νέα από τους δικούς τους στην Ελλάδα. (Παρά τη μαρτυρία του Τεντζεράκη, έχω εντοπίσει επιστολές που έχουν σταλεί από συγκρατούμενό του στο σπίτι του στην Αργαλαστή. Απ’ τις επιστολές γίνεται φανερό πως υπήρχε κάποια επικοινωνία τουλάχιστον ως την αποχώρηση των Γερμανών απ΄ την Ελλάδα το 1944).
Απελευθέρωση και επιστροφή στην Ελλάδα
Τον Μάιο του 1945, έφθασαν οι Αμερικανοί και τους απελευθέρωσαν. Οι τελευταίες εκείνες μέρες και ώρες, ωστόσο, ήταν δραματικές, καθώς κανένας δεν γνώριζε τι θα γίνει, οι Γερμανοί ήταν νευρικοί και ο φόβος διάχυτος. «Μας λέγαν από μέρες τα κορίτσια της γειτονιάς εκεί που μας βλέπαν στο προαύλιο «άμα έχετε τίποτα φωτογραφίες να μας δώσετε να σας κρύψουμε εμείς» γιατί τους λέγανε ότι άμα μπούνε μέσα οι Αμερικανοί θα μας σφάζανε εμάς. Και μας λένε, άμα ακούσετε συναγερμό να ξέρετε ότι εισβάλλουν τα τανκς…».
«Ήμασταν σε μια ταρατσίτσα με κάτι άλλα παιδιά και ακούμε κανόνια, πυροβολικό, κακό… Πάμε μέσα και λέμε ανοίξτε [να μπούνε στα καταφύγια]. Λέει θα πάτε στα καταφύγια αλλά δεν θα πάρετε τίποτα άλλο μαζί μόνο τις γαλότσες. Κατεβαίνουμε στα καταφύγια καμιά φορά, σκοτάδι… Στο τέλος λέμε, ε δε μας λυπάσαι λέμε, ζήσαμε τόσο καιρό και θα σκοτωθούμε απόψε… Μπαίνουν 2 των Ες-Ες και ρωτάνε οι Γερμανοί, γιατί ήτανε και οι Γερμανοί στα καταφύγια, λένε «άμα δεν παραδοθεί η πόλη θα την κάψουνε». Κάποια στιγμή ακούμε συναγερμοί… 5 φορές συναγερμοί, τότε φωνάζει ο στρατοπεδάρχης ο Γερμανός τον κατσίπ’ [= ο έλληνας επιτηρητής των αιχμαλώτων] και λέει «τώρα εσείς σκοποί, εμείς αιχμάλωτοι» και μας πάνε στην αποθήκη και λένε, γιατί είχε δέματα μέσα η αποθήκη, βάλτε σκοπό εδώ… μας παραδώσαν τα πάντα…».
Με την απελευθέρωση, άρχιζε η νέα περιπέτεια της επιστροφής. Σε λίγες μέρες έφτασε Έλληνας αξιωματικός εντεταλμένος να παραλάβει τους κρατούμενους. «΄Ηρθε ένας αξιωματικός του στρατού τότε στη Γερμανία, ήρθε στο στρατόπεδο και λέει, έχω εντολή να πάρω τους ελεύθερους εργάτες, κι εσάς που ήσαστε χαρακτηρισμένοι αντάρτες, άμα θέλω. Του δίνουμε ένα κωλόρο ούτε ξαναπάτησε στο στρατόπεδο…».
Οι έντονες αντιδράσεις των κρατουμένων προσέλκυσαν την προσοχή ενός Σέρβου αξιωματικού που τους πρότεινε να τους μεταφέρει αυτός. Μια ομάδα τον ακολούθησε. «Μας είπε, θα κάνετε ότι είστε Σέρβοι κι έτσι έγινε, πήγαμε πρώτα στο γενικό στρατόπεδο [εννοεί το Moosburg] και από κεί πήγαμε με το τραίνο. Καθίσαμε 2 βδομάδες στο Βελιγράδι και μία στα Σκόπια. Μετά μας μετέφεραν στο Νέο Καύκασο μας μετρήσαν οι δικοί μας υπογράψανε ότι μας παραλάβανε και καθίσαμε μία βδομάδα στη Φλώρινα και μία στη Κοζάνη και κοντέψαμε να πεθάνουμε απ’ τη πείνα. Στη Σερβία σφάζαν αρνιά οι σέρβοι και τρώγαμε κι εδώ κοντέψαμε να πεθάνουμε απ’ τη πείνα».
Στο Augsburg τις μέρες της απελευθέρωσης, Μάϊος 1945. Αριστερά Νίκος Τεντζεράκης, δεξιά Αργύρης Φουρτωτήρας.
Τελικά, ο Τεντζεράκης τρείς μήνες μετά την απελευθέρωση κατάφερε κι έφτασε στο χωριό μέσω Σερβίας, ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες αιχμάλωτοι παρέμεναν ακόμα πίσω.
Νέα απ’ την πατρίδα δεν είχαν. Μία μέρα, όταν είχαν απελευθερωθεί, πέρασε από το στρατόπεδο ο Ζαχαριάδης, ερχόμενος απ’ το Νταχάου (είναι πολύ κοντά στο Augsburg). «Λέει γειά σας, είμαι ο Ζαχαριάδης, πάω Γαλλία και από κει Ελλάδα. Λέμε, θα μας κάνεις μια χάρη; Λεει, τι χάρη; Λέμε, θα γράψουμε τα ονόματά μας να τα δημοσιεύσεις σε μια εφημερίδα για να ξέρουνε οι δικοί μας ότι ζούμε. Και έτσι έγινε, τα είχε γράψει η εφημερίδα και μάθανε… αλλά πότε θα γυρνούσαμε ποιος ήξερε;»
Και με την επιστροφή στο χωριό βέβαια δεν ησύχασε από βάσανα. Από το 1947- 1950 υπηρέτησε 30 μήνες στο στρατό και ως χαρακτηρισμένος αριστερός γύρισε όλη την Ελλάδα. Κι όταν τέλειωσε κι απ ’αυτό έπρεπε να «πιστοποιηθεί» με σφραγίδα νομιμοφροσύνης για να μπορέσει να ζήσει ειρηνικά. «Όταν γύρισα από φαντάρος με φωνάζει ο Βλαχόπουλος ο αστυνόμος και λέει, «κάτσε δω» και μου δίνει ένα χαρτί κι ένα μολύβι και λέει, γράψε «αποκηρύσσω το κομμουνιστικό κόμμα»… του δίνω μια κλωτσιά, αναποδογυρίσανε τα χαρτιά και τα μολύβια… δίνουμε ένα καυγά… φύγε από δω του λέω θα μου πεις εμένα… και μη με ξανακαλέσεις εδώ πάνω… να τέτοιοι ήτανε… χαμένα πράματα».
Ο Νίκος Τεντζεράκης συνέχισε τη δουλειά στο καφενείο του πατέρα του στην κεντρική πλατεία Αργαλαστής και αποτέλεσε χαρακτηριστική φιγούρα στο χωριό. «Να τα γράψεις αυτά» μου έλεγε, «να ξέρουν όλοι τι περάσαμε». Θα ήθελα να αφιερώσω το κείμενο ετούτο στη μνήμη του.
Πρώτος από δεξιά όρθιος ο Νίκος Τεντζεράκης.