Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

 

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΑΝΟΠΟΥΛΟΣ              

 


  Αξιωματικός του “Κατσώνη”, αιχμάλωτος σε ναζιστικά στρατόπεδα   

 

Κείμενο : Κατερίνα Κουρκούμπα-Δελακουβία

 

 

Στο Αιγαίο περιπολούσαν  πλοία επιφανείας και υποβρύχια συμμαχικά και ελληνικά σε συνεργασία με το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Ένα από αυτά ήταν και το υποβρύχιο «Λ. Κατσώνης», που περνούσε τακτικά από τις θάλασσες των Σποράδων με κυβερνήτη τον Αντιπλοίαρχο του Πολεμικού Ναυτικού, Βασίλη Λάσκο. 

 


 

Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1943 περιπολούσε 4-6 μίλια ανοιχτά της Σκιάθου, απέναντι από το ακρωτήρι της Σηπιάδος. Ενώ βρίσκονταν εν καταδύσει, δέχθηκε επίθεση με βόμβες βυθού από γερμανικό ανθυποβρυχιακό σκάφος επιφανείας, παθαίνοντας σημαντικές βλάβες. Αναγκάσθηκε να αναδυθεί και να δώσει σθεναρή άνιση μάχη. Ο κυβερνήτης και οι άνδρες του Κατσώνη δεν θέλησαν να παραδοθούν και πολέμησαν γενναία ως το τέλος.

 Επρόκειτο για  παλιό υποβρύχιο με προβλήματα στη μηχανή του, που χάλασε την κρίσιμη ώρα, και ατελώς εξοπλισμένο με ένα μόνο πυροβόλο και κανόνι. Μπροστά στην ασύγκριτα ισχυρότερη υπεροπλία της εχθρικής κορβέτας, που έβαλλε  συνεχώς με όλα τα κανόνια και τα πυροβόλα, έμειναν πιστοί στην προαιώνια ιαχή της ελληνικής ιστορίας «Όχι». Τελικά  το υποβρύχιό εμβολίσθηκε από το γερμανικό ανθ/χιακό και βυθίσθηκε, συμπαρασύροντας στο βυθό, τον γενναίο πλοίαρχο Βασίλη Λάσκο και τα περισσότερα μέλη του πληρώματος. Πολλοί όμως σκοτώθηκαν από τους Ναζί, που τους πυροβολούσαν, ενώ είχαν πέσει στη θάλασσα και κολυμπούσαν, παραβιάζοντας έτσι κάθε έννοια του Διεθνούς Ναυτικού Δικαίου. Οι απώλειες του ελληνικού υποβρυχίου ήταν 32 νεκροί και των εχθρών ένας νεκρός και οκτώ τραυματίες.

 Στον Γερμανικό Τύπο τα δραματικά γεγονότα καταγράφηκαν με τον τίτλο «Η Ναυμαχία της Σκιάθου». (Ηλίας Τσουκαλάς, Υποβρύχιον Υ/1, δ΄ έκδοση, Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, 1990, σελ. 78). Από τους Έλληνες που χάθηκαν, άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι πνίγηκαν και άλλοι πολύ πιθανόν να έπεσαν θύματα σκυλόψαρων. Δεκαεπτά μέλη του πληρώματος του Κατσώνη,  ανάμεσά τους και δυο Άγγλοι, οι περισσότεροι τραυματισμένοι, αφού νοσηλεύθηκαν για λίγο σε νοσοκομεία της Αθήνας, μεταφέρθηκαν σε γερμανικά στρατόπεδα και επέστρεψαν μετά τη λήξη του πολέμου. Τρεις μόνο διασώθηκαν κολυμπώντας προς τις ακτές. Ο ναύκληρος Αντώνης Αντωνίου, που βγήκε στην Ξυνόβρυση Πηλίου και ο ύπαρχος  Ηλίας Τσουκαλάς και ο υποκελευστής Τάσος Τσίγκρας, που βγήκαν στη Σκιάθο.

 

Μεταξύ των αιχμαλώτων του μοιραίου υποβρυχίου ήταν και ο Χριστόφορος Μανόπουλος, που πέθανε το 1988 και ο Κώστας Σταμούλης από τις Μηλιές, που επέστρεψε από τη Γερμανία, αλλά έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του. Ο Μανόπουλος ήταν μόνιμος αξιωματικός και αμέσως μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα έφυγε και πολέμησε στην Κρήτη και από κει στη Μέση Ανατολή.  Επέζησε από το ναυάγιο, αφού πάλεψε με τα κύματα για τρεις ώρες, αλλά σύρθηκε αιχμάλωτος σε στρατόπεδο στη Γερμανία και επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την τελική πτώση της Γερμανίας.

Επιστολή του Χ. Μανόπουλου στον Γ. Θωμά. Εφημερίδα Θεσσαλία 14 Σεπτεμβρίου 1971:

«Συμμετείχα σε όλα τα ηρωικά κατορθώματα του υποβρυχίου μας κατά τον Β΄ Παγκόσμιον Πόλεμον. Ήτοι στο βούλιαγμα των δύο ισπανικών φορτηγών και επιταγμένων υπό των Γερμανών. Στο βύθισμα φορτηγού σκάφους εντός του λιμένος Καρλοβασίου Σάμου. Στην απόπειρα να εισέλθωμε στο λιμάνι του Γυθείου και να βυθίσωμε εχθρικό πολεμικό σκάφος κ.λ.π. κ.λ.π. Διά τα κατορθώματα αυτά ετιμήθηκα, όπως και οι άλλοι συνάδελφοι του Κατσώνη, διά των παρασήμων «Πολεμικού Σταυρού» και «Εξαιρέτων Πράξεων» και ευχαριστώ τους τιμώντες με…»

Ο ίδιος αφηγείται τις τελευταίες δραματικές ώρες του Κατσώνη στον Γ. Θωμά ( Εφημερίδα Θεσσαλία, 18 Σεπτ. 1983, Το τέλος του Κατσώνη):

 « …Τότε κάναμε ταχεία κατάδυση, αλλά οι Γερμανοί μας ρίξαν βόμβες βυθού που μας βρήκαν και έτσι άρχισε το κακό. Άρχισε να χαλάει η πυξίδα, να χαλούν τα μηχανήματα, τα φώτα, οπότε αναγκασθήκαμε να βγούμε επάνω και να δώσουμε μάχη, αφού ήμασταν που ήμασταν χαμένοι. Είχαμε ένα κανόνι και ένα πολυβόλο και αρχίσαμε να ρίχνουμε. Έρριχναν και οι Γερμανοί με πολυβόλα και με κανόνια – ήταν πάρα πολύ εξοπλισμένο το καράβι τους σαν αστακός. Πολλά βλήματα λοιπόν έπεσαν επάνω μας, και το υποβρύχιο πάθαινε μεγάλες ζημιές. Σκοτώνεται η ομοχειρία του πολυβόλου, σκοτώνεται ο κυβερνήτης ο Λάσκος, σκοτώνεται ένας ύστερ’ απ’  τον άλλον, αλλά κρατούσαμε εμείς που ζούσαμε και πολεμούσαμε. Στο τέλος το γερμανικό ώρμησε πάνω μας και μας έκανε εμβολισμό, που έγινε αιτία να βουλιάξει πιο πριν το υποβρύχιο. Στο μεταξύ είχαν σταματήσει πια οι μηχανές, κι έτρεξαν οι μηχανικοί να τις διορθώσουν. Κι αυτοί όλοι φλόμωσαν μέσα και πήγαν χαμένοι. Στο πλωριό επίσης  υπόφραγμα είχε κλειστεί ο Μαντονανάκης, που ήταν ο προϊστάμενος τορπιλλητής, μαζί με άλλους πεντέξι και δεν θέλησαν να βγουν, πιστοί στον κανονισμό, επειδή, αν άνοιγαν την πόρτα κι έβγαιναν θα έμπαινε νερό και στο άλλο υπόφραγμα και θα πνίγονταν και οι άλλοι. Είχαμε δηλαδή εδώ μια αυτοθυσία αυτών των παιδιών.  

Εμείς προσπαθήσαμε να βγούμε από την έξοδο κοντά στη γέφυρα, αλλά βρήκα μεγάλες δυσκολίες γιατί συναντούσαμε πτώματα συναδέλφων. Ανοίξαμε λοιπόν την κάθοδο των αξιωματικών και ριχτήκαμε στη θάλασσα, αλλά εκεί που πηδούσα δέχτηκα βλήμα στο δεξί πόδι, και το πόδι μου έσπασε. Ήταν ζεστό όμως ακόμα και δεν το καταλάβαινα και κολυμπούσα να βγω προς το Πήλιο, προς το Προμύρι ή προς το χωριό μου την Τσαγκαράδα. Ήταν κοντά μου και ο Θυμαράς ο Νίκος, μεγάλος κολυμβητής, και του λέω: «Περίμενέ με, Νίκο, να έρθω κι εγώ», κι αυτός φώναξε «θα μας φτάσεις, θα μας φτάσεις». Αλλά χάθηκε αυτός εκεί στο πέλαγος, αν και δεινός κολυμπητής, θα τον έφαγε κάποιο ψάρι. Μολαταύτα, κρατούσαμε την ψυχραιμία μας και είχαμε μεγάλο πατριωτικό φρόνημα. Ήταν και τα νιάτα, βλέπετε τότε, εγώ ήμουν 24 χρονών. Είχαμε όμως και πειθαρχία τόση, ώστε αν μας έλεγε ο Λάσκος «θα πέσετε στη θάλασσα να σκοτωθείτε για την πατρίδα», θα το κάναμε. Λίγο πιο πέρα το υποβρύχιό μας χανόταν στο βυθό, παρασύροντας μαζί του πτώματα και ζωντανούς. Γερμανός πάντως δεν πάτησε απάνω του, ο Κατσώνης πέθανε ελεύθερος, με τη σημαία ψηλά, όπως ήταν, και κατατρυπημένος από τα βλήματα.»

Στα κείμενα του Χ. Μανόπουλου κάνει εντύπωση η σεμνότητά του, ο πατριωτισμός του, το ήθος του και ο πόνος του για τον χαμό των συντρόφων του, που τον χαρακτήριζαν και στη ζωή του.

Την περιπέτειά του μετά τη σύλληψή του ο Χρ. Μανόπουλος, ο επιζήσας ασυρματιστής, εξιστόρησε στην Νίτσα Κολλιού, που τη διέσωσε στο πολύτιμο έργο της, Άγνωστες Πτυχές Κατοχής και Αντίσταης 1941 - 44:

« Μας ανέβασαν στο δικό τους σκάφος και ύστερα μας πήγαν στην Αθήνα, στις φυλακές Αβέρωφ ή στο Σισμανόγλειο για νοσηλεία από τα τραύματα. Εγώ είχα τραύμα στο πόδι, με πήγαν στο νοσοκομείο και μετά στις φυλακές. Ως αιχμάλωτος πολέμου μας μετέφεραν αργότερα μαζί με Ιταλούς στη Γερμανία. Το ταξίδι μας έγινε με τραίνα που χρησιμοποιούνταν για μεταφορά ζώων. Δεν υπήρχαν παράθυρα, ούτε κρεβάτια, ούτε κουβέρτες. Για φαγητό μας έδιναν ένα ξεροκόματο από τα δικά τους στρατιωτικά ψωμιά. Ένα κομμάτι για όλο το διάστημα του ταξιδιού.

Κάπου στα σύνορα Γερμανίας- Αυστρίας, εμάς τους αιχμαλώτους μας πέρασαν από κλίβανο, προτού μας πάνε στα στρατόπεδα. Πλυθήκαμε σε ντους με ένα κομμάτι σαπούνι ο καθένας. Πολλοί συμπεράναμε ότι αυτά τα σαπούνια μπορεί να προέρχονταν από πτώματα Εβραίων. Ύστερα μας έβαλαν σε άλλον θάλαμο και στεγνώσαμε με ξερό ατμό.

Εμάς τους προερχόμενους από το Πολεμικό Ναυτικό και γενικά όλους τους συμμάχους, Άγγλους, Γάλλους, Αμερικάνους, Αυστραλούς, Νοτιοαφρικανούς και Ζηλανδούς, μας είχαν ξεχωρίσει από τους αιχμαλώτους στρατιωτικούς ξηράς και αεροπορίας. Μας είχαν μέσα σε έκταση περίπου τεσσάρων στρεμμάτων, με συρματοπλέγματα γύρω και σκοπούς Γερμανούς σε υψώματα, στις γωνιές. Μέναμε σε παράγκες, ανά 40, 50 ή 60 άτομα, και μέναμε σε ξύλινα κρεβάτια, ανά τρία, το ένα πάνω στο άλλο, με αχυρένια στρώματα. Για φαγητό παίρναμε από μαγειρείο που μας είχαν προσδιορίσει να το χρησιμοποιούμε μόνοι μας. Αλλά τα φαγητά μας ήταν πολύ λιτά. Προέρχονταν από γουλιά ή πατάτες σούπα, με συνέπεια να υποφέρουμε πολύ από πείνα. (Ας ληφθεί υπόψη ότι πρόκειται για αιχμαλώτους πολέμου και οι συνθήκες διαβίωσής τους δεν συγκρίνονταν με των πολιτικών αιχμαλώτων, που ουσιαστικά ήταν υπό εξόντωση).

Εκείνοι που υπέφεραν περισσότερο από όλους ήταν οι Ρώσοι. Τόσο κακή μεταχείριση είχαν που αν κανένας δικός τους πέθανε από τις κακουχίες, τον έθαβαν μέσα στην παράγκα για να μη γίνεται αντιληπτός ο θάνατός του και να καρπώνονται οι υπόλοιποι τη μερίδα του.

Κάθε φορά που οι Γερμανοί είχαν ήττα στο Μέτωπο, εμάς τους ναυτικούς του Πολεμικού Ναυτικού μας μετέφεραν για λόγους ασφαλείας από το ένα μέρος στο άλλο με τη συνοδεία στρατιωτικών. Και τα βράδια, ενώ οι συνοδοί μας κοιμόντουσαν σε διάφορα οικήματα, εμείς διανυκτερεύαμε στο ύπαιθρο. Από το κρύο το πρωί δεν λυγούσαν τα πόδια μας και δυσκολευόμαστε να περπατήσουμε. Μερικούς, ώσπου να συνέλθουν, τους φορτωνόμασταν στις πλάτες μας. Τελικά μας τοποθέτησαν στο ίδιο στρατόπεδο με τους ναυτικούς του Εμπορικού Ναυτικού. Μαζί μας ήταν και οι αιχμάλωτοι άλλου υποβρυχίου, του «Τρίτωνος», που βυθίστηκε από τον εχθρό, κοντά στον Κάβο Ντόρο. Το στρατόπεδό μας βρισκόταν ανάμεσα Βρέμη-Αμβούργο-Ανόβερο και ονομαζόταν Μάρλαγκουντ Μίλλαγκ Νορντ».

Αλλά η πατρίδα δεν άνοιξε στοργική αγκαλιά να δεχτεί αυτούς που επέστρεφαν σε άθλια κατάσταση από τα ναζιστικά στρατόπεδα Όχι μόνο δεν τους υποδέχονταν ως ήρωες, αλλά νέες ταλαιπωρίες τους περίμεναν, μόλις έφθαναν στο ελληνικό έδαφος. Ο Χρ. Μανόπουλος λίγο μετά την επιστροφή του, απολύθηκε από το Πολεμικό Ναυτικό κι εξορίστηκε. Ήταν απλώς ένας έντιμος άνθρωπος. (Μαρτυρία Περσεφόνη Μανοπούλου).

 

Κατερίνα Κουρκούμπα – Δελακουβία. Από το βιβλίο “Η Σκιάθος στα χρόνια της θύελλας”.

   Σημείωση 1) Για τον Τσουκαλά εδώ  και την διασωσή του εδώ. https://www.facebook.com/simea2016/posts/pfbid02y1fVgzzgbsG5yhVBLMuRzwJxcRNqfeS4gdDqRn8o3W38dKeGyJ8No87jiVrUm181l

 

 

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

  ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΑΝΟΠΟΥΛΟΣ                   Αξιωματικός του “Κατσώνη”, αιχμάλωτος σε ναζιστικά στρατόπεδα      Κείμενο : Κατερίνα Κ...